- Μείωση 6,4% στις κενές θέσεις εργασίας το Γ' τρίμηνο του 2025, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.
- Άνοδος 8,1% στο μισθολογικό κόστος την ίδια περίοδο, επιβαρύνοντας τις επιχειρήσεις.
- Σημάδια κόπωσης στην ελληνική αγορά εργασίας μετά από περίοδο ανάκαμψης.
- Το επιχειρηματικό περιβάλλον γίνεται πιο συγκρατημένο, με προσοχή στις νέες προσλήψεις.
Η ελληνική αγορά εργασίας εμφανίζει σημάδια κόπωσης, καθώς η ζήτηση για προσωπικό υποχώρησε αισθητά το τρίτο τρίμηνο του 2025, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Οι κενές θέσεις εργασίας μειώθηκαν κατά 6,4% σε ετήσια βάση, ενώ ταυτόχρονα, το μισθολογικό κόστος κατέγραψε άνοδο 8,1%, επιβαρύνοντας τις επιχειρήσεις.
Αυτή η εξέλιξη έρχεται ως συνέχεια μιας περιόδου ισχυρής ανάκαμψης για την αγορά εργασίας, η οποία τα προηγούμενα χρόνια είχε επιδείξει σημαντική δυναμική, με τις επιχειρήσεις να αναζητούν ενεργά νέο προσωπικό. Ωστόσο, οι πρόσφατες μετρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ υποδηλώνουν μια αλλαγή στο κλίμα, καθώς οι άμεσες ανάγκες στελέχωσης φαίνεται να περιορίζονται, αντανακλώντας πιθανώς μια πιο συγκρατημένη προσέγγιση στην οικονομική δραστηριότητα.
Η υποχώρηση της ζήτησης για εργασία
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), οι κενές θέσεις εργασίας στην ελληνική οικονομία μειώθηκαν το τρίτο τρίμηνο του 2025, φτάνοντας τις 45.687. Αυτό αντιπροσωπεύει μια πτώση 6,4% σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο του 2024, όταν είχαν καταγραφεί 48.813 θέσεις. Η εξέλιξη αυτή έρχεται σε σαφή αντίθεση με την έντονη αύξηση 32,6% που είχε σημειωθεί κατά την αντίστοιχη σύγκριση ένα χρόνο νωρίτερα, υποδεικνύοντας μια σημαντική επιβράδυνση στη ζήτηση για προσωπικό. Η υποχώρηση αυτή αφορά σχεδόν το σύνολο της οικονομίας που καλύπτει η έρευνα, εξαιρουμένου του πρωτογενούς τομέα και των δραστηριοτήτων των νοικοκυριών, και αφορά θέσεις που προορίζονται να καλυφθούν εντός τριών μηνών. Για μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της αγοράς εργασίας, αξίζει να σημειωθεί ότι η ανεργία παρουσίασε επίσης υποχώρηση την ίδια περίοδο.
Το αυξημένο μισθολογικό κόστος
Την ίδια περίοδο, το τρίτο τρίμηνο του 2025 συνοδεύτηκε από μια αισθητή αύξηση του μισθολογικού κόστους, γεγονός που προσθέτει ένα επιπλέον βάρος στις επιχειρήσεις και επηρεάζει τις αποφάσεις για νέες προσλήψεις. Ο Δείκτης Μισθολογικού Κόστους, χωρίς καμία διόρθωση, κατέγραψε άνοδο 8,1% σε ετήσια βάση. Αυτό είναι σημαντικά υψηλότερο από την αύξηση μόλις 1% που είχε σημειωθεί κατά την αντίστοιχη σύγκριση του τρίτου τριμήνου του 2024 με το 2023. Με εποχική διόρθωση, η αύξηση διαμορφώθηκε στο 7,4%, από 1,8% ένα χρόνο νωρίτερα, ενώ με διόρθωση ως προς τις εργάσιμες ημέρες, ο δείκτης αυξήθηκε κατά 8%, επίσης σημαντικά υψηλότερα από το 1% της προηγούμενης χρονιάς.
Αυτό που ανησυχεί τους οικονομικούς αναλυτές είναι η ταυτόχρονη εμφάνιση αυτών των δύο τάσεων: η μείωση της ζήτησης για προσωπικό και η σημαντική άνοδος του μισθολογικού κόστους. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί ένα πιο σύνθετο περιβάλλον για τις επιχειρήσεις, οι οποίες καλούνται να διαχειριστούν αυξημένα λειτουργικά έξοδα, ενώ παράλληλα βλέπουν την επέκταση ή την ανανέωση του ανθρώπινου δυναμικού να γίνεται πιο δυσχερής. Η ελληνική οικονομία φαίνεται να προεξοφλεί μια περίοδο αναπροσαρμογής.
Η επόμενη μέρα για την απασχόληση
Παρότι σε σύγκριση με το δεύτερο τρίμηνο του 2025 σημειώθηκε μια μικρή αύξηση των κενών θέσεων, η συνολική εικόνα του τρίτου τριμήνου σε ετήσια βάση, σε συνδυασμό με την έντονη άνοδο του μισθολογικού κόστους, αποτυπώνει ένα πιο συγκρατημένο επιχειρηματικό περιβάλλον. Αυτό ενδέχεται να προμηνύει ηπιότερες εξελίξεις στην απασχόληση το επόμενο διάστημα, με τις επιχειρήσεις να γίνονται πιο προσεκτικές στις προσλήψεις τους. Η διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της διασφάλισης αξιοπρεπών αμοιβών για τους εργαζόμενους αποτελεί την κεντρική πρόκληση για την ελληνική οικονομία.