- Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας βρίσκεται στο 69,4% του ευρωπαϊκού μέσου όρου το 2024.
- Η ωριαία παραγωγικότητα εργασίας αποτελεί μόλις το 39% του επιπέδου της ευρωζώνης.
- Οι Έλληνες εργάζονται περισσότερες ώρες από τους Ευρωπαίους αλλά παράγουν λιγότερη αξία.
- Η πολυετής αποεπένδυση της κρίσης έχει διαβρώσει την κεφαλαιακή βάση της χώρας.
- Η μεταποίηση και οι κατασκευές ηγούνται της παραγωγικότητας, ενώ ο τουρισμός υστερεί.
Η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει ένα βαθύ διαρθρωτικό πρόβλημα, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης περιορίζεται στο 69,4% του ευρωπαϊκού μέσου όρου το 2024. Παρά την αύξηση της απασχόλησης, η ωριαία παραγωγικότητα παραμένει καθηλωμένη στο 39% της ευρωζώνης, αναδεικνύοντας το χάσμα που άφησε η πολυετής οικονομική κρίση.
| Δείκτης Οικονομίας | Έτος 2009 | Έτος 2024 |
|---|---|---|
Δείκτης Οικονομίας Κατά κεφαλήν ΑΕΠ (% ΕΕ) | Έτος 2009 93,4% | Έτος 2024 69,4% |
Δείκτης Οικονομίας Παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο (% Ευρωζώνης) | Έτος 2009 66% | Έτος 2024 51% |
Δείκτης Οικονομίας Ωριαία παραγωγικότητα (% Ευρωζώνης) | Έτος 2009 – | Έτος 2024 39% |
Δείκτης Οικονομίας Κυρίαρχοι Κλάδοι | Έτος 2009 Υπηρεσίες | Έτος 2024 Μεταποίηση / Κατασκευές |
Αυτή η εξέλιξη έρχεται ως συνέχεια μιας μακράς περιόδου αποεπένδυσης και οικονομικής συρρίκνωσης που ξεκίνησε με την κρίση χρέους, ανατρέποντας τη δυναμική σύγκλισης των αρχών της χιλιετίας. Την περίοδο 2000-2009, η χώρα έδειχνε να πλησιάζει τα ευρωπαϊκά επίπεδα, με την παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο να αγγίζει το 66% του μέσου όρου της ευρωζώνης, όμως η δομική κατάρρευση που ακολούθησε δημιούργησε ένα κενό που παραμένει δυσαναπλήρωτο μέχρι σήμερα.
Η κατάρρευση της αγοραστικής δύναμης και του ΑΕΠ
Η απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από τους εταίρους της αποτυπώνεται ανάγλυφα στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Από το εντυπωσιακό 93,4% του μέσου όρου της ΕΕ το 2009, το μέγεθος αυτό υποχώρησε βίαια, και παρά τη βελτίωση των τελευταίων ετών, το 2024 διαμορφώθηκε στο 69,4%. Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνει ότι η ανάκαμψη κινείται με βραδύ και εύθραυστο ρυθμό, καθώς το εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών παραμένει σημαντικά χαμηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα.
Κεντρικό ρόλο σε αυτή την υστέρηση διαδραματίζει η παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία αποτελεί τον βασικό πυλώνα για τη βιώσιμη αύξηση των μισθών. Παρά τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, η Ελλάδα υστερεί σταθερά, με τον σχετικό δείκτη να έχει υποχωρήσει κάτω από το 50% προς το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, παρουσιάζοντας έκτοτε μια αναιμική ανάκαμψη που φτάνει μόλις το 51% το 2024.
Το παράδοξο της ελληνικής εργασίας: Πολλές ώρες, χαμηλή απόδοση
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η εικόνα όταν η παραγωγικότητα μετράται ανά ώρα εργασίας. Παρότι ο μέσος Έλληνας εργάζεται περισσότερες ώρες από τον μέσο Ευρωπαίο, η παραγωγή που αντιστοιχεί σε κάθε ώρα είναι ιδιαίτερα χαμηλή, φτάνοντας μόλις το 39% του μέσου όρου της ευρωζώνης το 2024. Αυτό το παράδοξο επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στις ώρες εργασίας αλλά ουραγός στην αποτελεσματικότητα, λόγω διαρθρωτικών αδυναμιών.
Η απόκλιση αυτή επηρεάζει άμεσα το μοναδιαίο κόστος εργασίας. Ενώ μετά το 2013 υπήρξε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας λόγω της μείωσης των μισθών, τα τελευταία δύο χρόνια καταγράφεται εκ νέου άνοδος του κόστους, η οποία όμως δεν συνοδεύεται από ανάλογη αύξηση της παραγωγικότητας, δημιουργώντας νέες πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία.
Κλαδικές ανισότητες και το στοίχημα των επενδύσεων
Σε κλαδικό επίπεδο, οι κατασκευές και η μεταποίηση εμφανίζουν τις καλύτερες επιδόσεις, με τη μεταποίηση να ξεχωρίζει ως ένας εξωστρεφής και δυναμικός κλάδος. Αντίθετα, το εμπόριο, ο τουρισμός και η πρωτογενής παραγωγή παρουσιάζουν μείωση της παραγωγικότητας, επιβαρύνοντας τη συνολική εικόνα. Μάλιστα, πρόσφατα στοιχεία έδειξαν ότι η Ελλάδα είναι ουραγός στην αγροτική παραγωγικότητα για το 2025, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για εκσυγχρονισμό.
Νομικοί και οικονομικοί κύκλοι επισημαίνουν ότι η χαμηλή παραγωγικότητα οφείλεται στην πολυετή αποεπένδυση και τη μειωμένη ένταση κεφαλαίου. Η οικονομία εξακολουθεί να στηρίζεται σε κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας και σε μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες δυσκολεύονται να υιοθετήσουν νέες τεχνολογίες και να ενισχύσουν την εξωστρέφειά τους.
Οι προκλήσεις για την πραγματική σύγκλιση
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές δείχνουν ότι το επίπεδο του ελληνικού ΑΕΠ δύσκολα θα πλησιάσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο άμεσο μέλλον χωρίς ριζικές αλλαγές. Η διάβρωση της κεφαλαιακής βάσης κατά τη διάρκεια της κρίσης απαιτεί μαζικές επενδύσεις σε εξοπλισμό και καινοτομία.
Παρά το γεγονός ότι η χώρα βρίσκεται σε ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου, η πραγματική σύγκλιση με την Ευρώπη θα παραμείνει ζητούμενο αν δεν αντιμετωπιστούν οι διαρθρωτικές αδυναμίες. Η ενίσχυση της παραγωγικότητας είναι ο μοναδικός δρόμος για τη διασφάλιση της ευημερίας και τη μείωση της απόστασης από τους εταίρους μας στην ευρωζώνη.
Πώς μπορεί να ενισχυθεί η παραγωγικότητα στις επιχειρήσεις
- Επένδυση στον ψηφιακό μετασχηματισμό και την υιοθέτηση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης.
- Συνεχής επανεκπαίδευση του προσωπικού (upskilling) σε νέες τεχνολογίες και μεθόδους εργασίας.
- Εστίαση σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας με εξαγωγικό προσανατολισμό.
- Βελτίωση των οργανωτικών δομών για τη μείωση του γραφειοκρατικού χρόνου εντός των επιχειρήσεων.