- Γαλλία και Βρετανία σχεδιάζουν στρατιωτική παρουσία στην Ουκρανία.
- Νέα task-force με ΗΠΑ και Τουρκία για εγγυήσεις ασφαλείας.
- Ανησυχίες για την αξιοπιστία της στήριξης των ΗΠΑ παραμένουν.
- Η Γερμανία διατηρεί επιφυλακτική στάση έναντι της ανάπτυξης στρατευμάτων.
- Η Ρωσία έχει απορρίψει το ευρωπαϊκό σχέδιο ειρήνης.
Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο προχωρούν σε λεπτομερή σχέδια για την ανάπτυξη πολυεθνικής στρατιωτικής δύναμης στην Ουκρανία, εάν επιτευχθεί ειρηνευτική συμφωνία με τη Ρωσία. Ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ανακοίνωσε την Τρίτη τη δημιουργία μιας νέας κοινής task-force, με τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών και της Τουρκίας, με στόχο την οριστικοποίηση των εγγυήσεων ασφαλείας. Η κίνηση αυτή σηματοδοτεί μια εντατικοποίηση των διπλωματικών προσπαθειών για τη στήριξη του Κιέβου.
Η ανακοίνωση της νέας κοινής task-force αποτελεί συνέχεια των εντατικών διπλωματικών ζυμώσεων που λαμβάνουν χώρα το τελευταίο διάστημα, καθώς οι Ευρωπαίοι ηγέτες επιδιώκουν να ενισχύσουν την υποστήριξη προς την Ουκρανία εν μέσω των ευαίσθητων ειρηνευτικών συνομιλιών με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Αυτή η εξέλιξη έρχεται σε μια περίοδο που η «Συμμαχία των Προθύμων» επιδιώκει να μετατρέψει τις υποσχέσεις σε συγκεκριμένες ενέργειες, απαντώντας στις ανησυχίες για την αβέβαιη ευρωπαϊκή στήριξη που έχει εκφράσει ο Ουκρανός Πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Η νέα κοινή task-force και ο ρόλος της
Την Τρίτη, ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ανακοίνωσε τη σύσταση μιας νέας κοινής task-force, η οποία θα ηγείται από τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, με την ενεργό συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών και της Τουρκίας. Ο βασικός της στόχος είναι να οριστικοποιήσει τις λεπτομέρειες της στρατιωτικής υποστήριξης που θα προσφέρει η Ευρώπη στην Ουκρανία, στο πλαίσιο μιας μελλοντικής ειρηνευτικής συμφωνίας. «Τις επόμενες ημέρες, θα είμαστε σε θέση να οριστικοποιήσουμε με μεγάλη ακρίβεια τις συνεισφορές κάθε χώρας και να παρουσιάσουμε ολοκληρωμένες εγγυήσεις ασφαλείας», υποσχέθηκε ο Μακρόν, όπως μεταδίδει το POLITICO. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ τόνισε, κατά τη διάρκεια της εικονικής συνάντησης της «Συμμαχίας των Προθύμων», στην οποία συμμετείχε και ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, ότι μια «πολυεθνική δύναμη» θα διαδραματίσει «ζωτικό ρόλο» στην εγγύηση της ασφάλειας της χώρας. Η συμμετοχή του Ρούμπιο θεωρήθηκε ως ένα θετικό σημάδι στήριξης από τις ΗΠΑ, ένα στοιχείο που παραδοσιακά αποτελεί ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα σημεία οποιουδήποτε σχεδίου για την Ουκρανία, και έρχεται εν μέσω των ευρωπαϊκών διπλωματικών ζυμώσεων για σχέδια εκεχειρίας στην Ουκρανία.
Στρατιωτική παρουσία στο έδαφος: Οι θέσεις Γαλλίας και Βρετανίας
Η δέσμευση για στρατιωτική παρουσία στο έδαφος έχει αποτελέσει κεντρικό σημείο των συζητήσεων. Ο εκπρόσωπος του Στάρμερ δήλωσε την Τρίτη ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παραμένει «πρόθυμο να στείλει στρατεύματα στο έδαφος» για την εξασφάλιση της ειρήνης. Ο Μακρόν, από την πλευρά του, διευκρίνισε ότι η δύναμη θα βρισκόταν «μακριά από την πρώτη γραμμή», προτείνοντας μια παρουσία σε «εφεδρικές θέσεις στο Κίεβο ή την Οδησσό». Επίσης, αναφέρθηκε σε μια «αεροπορική δύναμη διαβεβαίωσης, η οποία δεν θα εδρεύει στην Ουκρανία, αλλά πιθανώς σε γειτονικές χώρες», με στόχο την εξασφάλιση του εναέριου χώρου της Ουκρανίας. Αντίθετα, η Γερμανία έχει υιοθετήσει μια πιο επιφυλακτική στάση. Ο Υπουργός Εξωτερικών Γιόχαν Βάντεπφουλ επισήμανε την ύπαρξη μιας γερμανικής ταξιαρχίας στη Λιθουανία, δηλώνοντας ότι η χώρα είναι «περισσότερο εμπλεκόμενη σε ολόκληρη την περιοχή από σχεδόν οποιοδήποτε άλλο μέλος του ΝΑΤΟ». Αυτό που ανησυχεί τους αναλυτές είναι η έλλειψη σαφών και αξιόπιστων εγγυήσεων ασφαλείας από τις ΗΠΑ, γεγονός που θα μπορούσε να θέσει τη συμμαχία σε «πραγματικά επικίνδυνη θέση», όπως προειδοποίησε ο Εντ Άρνολντ από το think tank Royal United Services του Λονδίνου. Η Ευρώπη, παρά τις προσπάθειες για ενίσχυση της άμυνας ενόψει μακροχρόνιου πολέμου, αντιμετωπίζει το δίλημμα της αβέβαιης στήριξης των ΗΠΑ, κάτι που έχει επισημανθεί και από τον Ζελένσκι σε σχέση με μια πιθανή ειρηνευτική συμφωνία του Τραμπ.
Οι ανησυχίες για την αξιοπιστία και η ρωσική αντίδραση
Παρά τις προσπάθειες, παραμένουν σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τον πραγματικό ρόλο των ΗΠΑ και την ικανότητα των ευρωπαϊκών δυνάμεων να κάνουν μια ουσιαστική διαφορά. Η Ρωσία έχει ήδη απορρίψει ανοιχτά ένα σχέδιο ειρήνης που υποστηρίζεται από την Ευρώπη. Ο Τζον Φόρμαν, πρώην Βρετανός στρατιωτικός ακόλουθος στη Ρωσία, υποβάθμισε τη συνολική σημασία της ευρωπαϊκής στρατιωτικής συνεισφοράς, υποστηρίζοντας ότι η κύρια χρησιμότητα της συμμαχίας είναι ως «πολιτική ομάδα που μπορεί να γεφυρώσει το ΝΑΤΟ, την ΕΕ και τον υπόλοιπο κόσμο». Κατά τον Φόρμαν, η συμμαχία «ποτέ δεν θα είναι σε θέση να παρέχει αξιόπιστες εγγυήσεις ασφαλείας – μόνο οι ΗΠΑ, ίσως με βασικούς συμμάχους, μπορούν να το κάνουν αυτό, καθώς κανείς δεν θέλει να πολεμήσει τους Ρώσους αν διακοπεί η ειρήνη». Αυτές οι ανησυχίες ενισχύονται και από τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι οι Βρετανοί θεωρούν τον Ντόναλντ Τραμπ εμπόδιο για την ειρήνη στην Ουκρανία, καθώς και από τις συζητήσεις για το «απαράδεκτο» ειρηνευτικό σχέδιο του Τραμπ.
Η επόμενη μέρα και οι προκλήσεις
Οι βρετανικές προετοιμασίες από στρατιωτικούς σχεδιαστές βρίσκονται σε «πολύ προχωρημένο στάδιο», σύμφωνα με Βρετανό αξιωματούχο, ο οποίος επέμεινε ότι οι σαφείς επιχειρησιακές προσδοκίες μπορούν να τεθούν μόνο αφού επιτευχθεί συμφωνία κατάπαυσης του πυρός. Ο Κάλβιν Μπέιλι, βουλευτής των Εργατικών στην επιτροπή άμυνας της Βουλής των Κοινοτήτων του Ηνωμένου Βασιλείου, τόνισε ότι, ενώ η ομάδα διαδραματίζει «ζωτικό ρόλο», οι δυνατότητες και τα σχέδια που προσφέρονται σε αυτή τη διαδικασία πρέπει να είναι «κατάλληλα χρηματοδοτούμενα και αξιόπιστα» για να λειτουργήσουν. Η Συμμαχία των Προθύμων, μια χαλαρή συμμαχία εθνών που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Βρετανία, το Βέλγιο, τον Καναδά και την Τουρκία, δημιουργήθηκε νωρίτερα φέτος εν μέσω βαθιάς ευρωπαϊκής ανησυχίας για τη συνεχιζόμενη υποστήριξη της Αμερικής προς την Ουκρανία, ενώ ο Μακρόν έχει τονίσει ότι το αμερικανικό σχέδιο ειρήνης για την Ουκρανία πρέπει να επανεξεταστεί με τους Ευρωπαίους. Η επόμενη μέρα απαιτεί συνεχή συντονισμό και την επίλυση των εκκρεμών ζητημάτων, ιδίως όσον αφορά τον ρόλο των ΗΠΑ και την αποτελεσματικότητα της ευρωπαϊκής στρατιωτικής συνεισφοράς, προκειμένου να διασφαλιστεί μια πραγματικά βιώσιμη ειρήνη στην περιοχή.