- Ανάκληση σχεδόν 30 ανώτερων διπλωματών από την κυβέρνηση Τραμπ.
- Στόχος η πλήρης εφαρμογή της ατζέντας America First διεθνώς.
- Αντιδράσεις από τους Δημοκρατικούς για αποδυνάμωση της αμερικανικής ηγεσίας.
- Περίπου 80 πρεσβευτικές θέσεις παραμένουν αυτή τη στιγμή κενές.
- Στροφή προς πολιτικούς διορισμούς έναντι των διπλωματών καριέρας.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, προχώρησε στην άμεση ανάκληση σχεδόν 30 πρεσβευτών και ανώτερων διπλωματών καριέρας, επιδιώκοντας την πλήρη ευθυγράμμιση της εξωτερικής πολιτικής με το δόγμα America First. Όπως μεταδίδει το Reuters, η κίνηση αυτή προκαλεί έντονες αντιδράσεις στην Ουάσιγκτον, με τους επικριτές να προειδοποιούν για αποδυνάμωση της αμερικανικής επιρροής διεθνώς.
| Χαρακτηριστικό | Λεπτομέρειες |
|---|---|
| Αριθμός Ανακλήσεων | Σχεδόν 30 πρεσβευτές και διπλωμάτες |
| Κύριος Στόχος | Προώθηση ατζέντας America First |
| Τύπος Διπλωματών | Foreign Service (Στελέχη καριέρας) |
| Κενές Θέσεις Πρεσβευτών | Περίπου 80 παγκοσμίως |
| Πηγή Πληροφόρησης | Reuters / Στέιτ Ντιπάρτμεντ |
Αυτή η μαζική ανάκληση διπλωματών δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό, αλλά μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής αναδιάρθρωσης του κρατικού μηχανισμού. Η κίνηση έρχεται σε συνέχεια της πρόσφατης στρατηγικής Τραμπ που αναβιώνει το Δόγμα Μονρόε, υπογραμμίζοντας την πρόθεση του Λευκού Οίκου να αντικαταστήσει στελέχη του διπλωματικού σώματος με πρόσωπα απόλυτης εμπιστοσύνης, ώστε να αποφευχθούν οι αντιστάσεις που σημειώθηκαν κατά την πρώτη θητεία του προέδρου.
Η στρατηγική επιλογή των «πιστών» στην εξωτερική πολιτική
Σύμφωνα με υψηλόβαθμο στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η ανάκληση αποτελεί μια «τυπική διαδικασία» για κάθε κυβέρνηση που επιθυμεί οι εκπρόσωποί της να προωθούν την ατζέντα του προέδρου. Ωστόσο, η συγκεκριμένη απόφαση αφορά κυρίως διπλωμάτες καριέρας σε μικρότερες χώρες, θέσεις που παραδοσιακά καλύπτονταν από μη πολιτικά πρόσωπα. Η προσπάθεια αυτή εντάσσεται στην ευρύτερη αντισυμβατική διπλωματία του προέδρου των ΗΠΑ, η οποία δίνει προτεραιότητα στην προσωπική πίστη και την άμεση εφαρμογή των προεδρικών εντολών.
Οι ανακληθέντες διπλωμάτες ενθαρρύνθηκαν να αναζητήσουν νέους ρόλους εντός του Υπουργείου Εξωτερικών, όμως η ξαφνική απομάκρυνσή τους δημιουργεί ερωτήματα για τη συνέχεια της αμερικανικής παρουσίας στο εξωτερικό. Διπλωματικοί κύκλοι στην Ουάσιγκτον επισημαίνουν ότι η ταυτόχρονη απομάκρυνση τόσων έμπειρων στελεχών ενδέχεται να δημιουργήσει επιχειρησιακό κενό σε κρίσιμες γεωπολιτικές ζώνες, την ώρα που οι διεθνείς ισορροπίες παραμένουν εύθραυστες.
Αντιδράσεις και κενά στη διπλωματική εκπροσώπηση
Η γερουσιαστής Jeanne Shaheen, κορυφαίο στέλεχος των Δημοκρατικών στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων, άσκησε δριμεία κριτική στην απόφαση, τονίζοντας ότι αυτή η κίνηση «χαρίζει» την αμερικανική ηγεσία στην Κίνα και τη Ρωσία. Η Shaheen υπογράμμισε ότι η απομάκρυνση ειδικευμένων πρεσβευτών, ενώ παραμένουν κενές περίπου 80 πρεσβευτικές θέσεις, καθιστά την Αμερική λιγότερο ασφαλή και ισχυρή. Η διαδικασία για τους νέους διορισμούς πρεσβευτών αναμένεται να είναι χρονοβόρα, αυξάνοντας την ανησυχία για την αποτελεσματικότητα της εκπροσώπησης των ΗΠΑ.
Η αγορά και οι διεθνείς αναλυτές παρακολουθούν στενά αν αυτές οι θέσεις θα καλυφθούν από πολιτικούς διορισμούς, γεγονός που θα άλλαζε τη φύση της αμερικανικής διπλωματίας. Η τάση αυτή για συγκέντρωση ελέγχου στον Λευκό Οίκο αντικατοπτρίζει την πεποίθηση της κυβέρνησης ότι το «βαθύ κράτος» της εθνικής ασφάλειας είχε υπονομεύσει τις εξωτερικές προτεραιότητες κατά το παρελθόν, οδηγώντας σε μια πιο επιθετική προσέγγιση στη στελέχωση των πρεσβειών.
Η επόμενη μέρα για το Στέιτ Ντιπάρτμεντ
Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί μια νέα εποχή για το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, όπου η επαγγελματική εμπειρία φαίνεται να υποχωρεί μπροστά στην πολιτική ευθυγράμμιση. Η κυβέρνηση επιμένει ότι ο πρόεδρος έχει το νόμιμο δικαίωμα να επιλέγει τους προσωπικούς του αντιπροσώπους, όμως το ρίσκο της απώλειας θεσμικής μνήμης παραμένει υψηλό. Οι επόμενοι μήνες θα δείξουν αν η νέα αυτή δομή θα καταφέρει να προωθήσει αποτελεσματικά τα αμερικανικά συμφέροντα ή αν θα οδηγήσει σε περαιτέρω διπλωματική απομόνωση, ενισχύοντας τους γεωπολιτικούς ανταγωνιστές των Ηνωμένων Πολιτειών.