- Υπουργοί Άμυνας Γερμανίας, Γαλλίας, Ισπανίας συζήτησαν το FCAS στις 11 Δεκεμβρίου.
- Το πρόγραμμα μαχητικών 100 δισ. ευρώ αντιμετωπίζει διαφωνίες μεταξύ Dassault και Airbus.
- Οι εντάσεις αφορούν την κατανομή εργασιών και την πρόσβαση σε κρίσιμες τεχνολογίες.
- Στόχος η παράδοση μαχητικού αεροσκάφους με drones έως το 2040.
- Η αποτυχία του FCAS θα επηρεάσει αρνητικά την ευρωπαϊκή αμυντική αυτονομία.
Οι υπουργοί Άμυνας της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας συναντήθηκαν στις 11 Δεκεμβρίου για να συζητήσουν το Future Combat Air System (FCAS), το φιλόδοξο ευρωπαϊκό πρόγραμμα μαχητικών αεροσκαφών επόμενης γενιάς. Το έργο, ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, αντιμετωπίζει σοβαρές διαφωνίες μεταξύ των εμπλεκόμενων εταιρειών, θέτοντας σε κίνδυνο την υλοποίησή του.
Αυτή η συνάντηση έρχεται ως συνέχεια μιας μακράς περιόδου εντάσεων και διαφωνιών γύρω από το Future Combat Air System (FCAS), ένα έργο που συμβολίζει τις φιλοδοξίες της Ευρώπης για στρατηγική αυτονομία στον τομέα της άμυνας. Η πολυπλοκότητα του εγχειρήματος, τόσο τεχνολογικά όσο και πολιτικά, έχει οδηγήσει σε επανειλημμένες καθυστερήσεις, αναδεικνύοντας τις προκλήσεις της συνεργασίας μεταξύ κρατών με διαφορετικές εθνικές στρατηγικές προτεραιότητες.
Οι διαφωνίες που «μπλοκάρουν» το ευρωπαϊκό μαχητικό
Το Future Combat Air System (FCAS), ένα πρόγραμμα με προϋπολογισμό που αγγίζει τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ, έχει βρεθεί επανειλημμένα σε αδιέξοδο λόγω των διαφωνιών μεταξύ των εμπλεκόμενων εταιρειών. Κυρίως, οι εντάσεις επικεντρώνονται στην κατανομή των εργασιών και την πρόσβαση σε κρίσιμες τεχνολογίες, με τη γαλλική Dassault Aviation και την Airbus να βρίσκονται σε αντίθετα στρατόπεδα. Αυτή η κατάσταση έχει δημιουργήσει σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίηση του φιλόδοξου σχεδίου, το οποίο προβλέπει την ανάπτυξη ενός μαχητικού αεροσκάφους επόμενης γενιάς, πλαισιωμένου από drones, έως το 2040. Οι πιέσεις για τη διάσωση του FCAS είναι έντονες, καθώς η μη επίλυση των διαφορών απειλεί την ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία.
Η κρίσιμη συνάντηση των υπουργών και οι διακυβεύσεις
Στις 11 Δεκεμβρίου, οι υπουργοί Άμυνας της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας συναντήθηκαν με στόχο την επίλυση του αδιεξόδου που αντιμετωπίζει το πρόγραμμα FCAS. Η συνάντηση αυτή, η οποία είχε αναφερθεί αρχικά από το Bloomberg και επιβεβαιώθηκε από πηγή του Reuters, ήταν κρίσιμη για την προώθηση της επόμενης φάσης του σχεδίου. Το διακύβευμα είναι η παράδοση ενός μαχητικού αεροσκάφους νέας γενιάς, το οποίο θα πλαισιώνεται από drones, για τις τρεις χώρες έως το 2040. Οι προσπάθειες για έξοδο από το αδιέξοδο είχαν ενταθεί, με τον Γάλλο Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και τον Γερμανό Καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς να έχουν συζητήσει το θέμα τον προηγούμενο μήνα, σε μια προσπάθεια να επιταχύνουν τις εξελίξεις. Παράλληλα, η Ευρώπη παρακολουθεί και την εξέλιξη της βρετανο-ιταλο-ιαπωνικής πρωτοβουλίας GCAP, ένα ανταγωνιστικό πρόγραμμα που στοχεύει στην ανάπτυξη παρόμοιου μαχητικού. Η Ιταλία έχει εκφράσει ενδιαφέρον για διεύρυνση του GCAP, κάτι που προσθέτει πίεση στο FCAS.
Το μέλλον της ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας
Η έκβαση των συνομιλιών για το FCAS έχει ευρύτερες γεωπολιτικές προεκτάσεις για την ευρωπαϊκή άμυνα. Η επιτυχία του έργου θα ενίσχυε σημαντικά την στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης και την ικανότητά της να αναπτύσσει προηγμένα αμυντικά συστήματα ανεξάρτητα. Αντιθέτως, μια πιθανή αποτυχία θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατακερματισμό των αμυντικών προσπαθειών και να αναγκάσει τις χώρες να στραφούν σε εναλλακτικές λύσεις ή σε συνεργασίες εκτός της ευρωπαϊκής ηπείρου. Το αδιέξοδο στις συνομιλίες των υπουργών, όπως φάνηκε, υπογραμμίζει την πολυπλοκότητα των εθνικών συμφερόντων. Πολλοί αμυντικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η αδυναμία επίτευξης συμφωνίας σε ένα τόσο κρίσιμο πρόγραμμα θα αποτελούσε ισχυρό πλήγμα στην αξιοπιστία της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο σε μελλοντικές συνεργασίες.
Οι αντιδράσεις και τα επόμενα βήματα
Μετά τη συνάντηση της 11ης Δεκεμβρίου, η αβεβαιότητα γύρω από το FCAS παραμένει. Η επίλυση των διαφωνιών απαιτεί ισχυρή πολιτική βούληση και συμβιβασμούς από όλες τις πλευρές. Το μέλλον του προγράμματος, και κατ’ επέκταση ένα σημαντικό κομμάτι της ευρωπαϊκής αμυντικής στρατηγικής, θα εξαρτηθεί από τις επόμενες κινήσεις των κυβερνήσεων και των εμπλεκόμενων βιομηχανιών. Η πίεση για την επίτευξη συμφωνίας είναι μεγάλη, καθώς ο χρόνος πιέζει και οι εναλλακτικές λύσεις αρχίζουν να αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα στο διεθνές σκηνικό.