- Ο Νταούτ Γκουμένη φυλακίστηκε για 23 χρόνια στην κομμουνιστική Αλβανία λόγω απόπειρας διαφυγής.
- Έζησε σε στρατόπεδα εργασίας και στη φρικτή φυλακή Μπουρέλ, γνωστή για την απομόνωση.
- Κατά τη διάρκεια της κράτησής του, έγραφε κρυφά ποίηση και μυθιστορήματα.
- Μετά την πτώση του καθεστώτος, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και την διπλωματία.
- Το βιβλίο του «Αναστενάζει η πέτρα» κυκλοφορεί στα ελληνικά, αφηγούμενο τη βίαιη εμπειρία του.
Ο Νταούτ Γκουμένη, πρώην γενικός πρόξενος της Αλβανίας στην Ελλάδα, έζησε μια 23ετή οδύσσεια στις φυλακές του κομμουνιστικού καθεστώτος Χότζα, μετά την απόπειρά του να διαφύγει στην Ελλάδα το 1967. Η συγκλονιστική ιστορία του, γεμάτη απομόνωση και καταπίεση, κυκλοφορεί πλέον στα ελληνικά με τίτλο «Αναστενάζει η πέτρα», φέρνοντας στο φως τις απάνθρωπες συνθήκες των «γκουλάγκ» της Αλβανίας.
Η ιστορία του Νταούτ Γκουμένη αποτελεί μια ζωντανή μαρτυρία των σκοτεινών χρόνων της κομμουνιστικής δικτατορίας στην Αλβανία, προσφέροντας ένα παράθυρο στην απώλεια των ελευθεριών και την καταπίεση που βίωσαν χιλιάδες άνθρωποι. Η έκδοση του βιβλίου του στα ελληνικά, «Αναστενάζει η πέτρα», δεν είναι απλώς μια αυτοβιογραφία, αλλά ένα ιστορικό ντοκουμέντο που αναδεικνύει την ανθεκτικότητα του ανθρώπινου πνεύματος απέναντι σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς.
Η απόπειρα διαφυγής και η σύλληψη
Ο Νταούτ Γκουμένη, γεννημένος στο Τεπελένι, μια περιοχή με έντονη ελληνική μειονότητα, εργαζόταν ως καθηγητής μαθηματικών και φυσικής. Η φιλία του με Έλληνες συμφοιτητές και η βαθιά επιθυμία του για έναν πιο ελεύθερο κόσμο τον οδήγησαν στην απόφαση να εγκαταλείψει την κομμουνιστική Αλβανία. Στις 27 Ιουνίου 1967, ο Γκουμένη συνελήφθη στα σύνορα Αλβανίας-Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο, μαζί με τον ξάδελφό του, ενώ προσπαθούσαν να περάσουν. Η κατηγορία ήταν «προδοσία κατά της πατρίδας», ένα συνηθισμένο πρόσχημα για την καταστολή κάθε αντίθετης φωνής.
Οι φυλακές και τα στρατόπεδα εργασίας
Η καταδίκη του Γκουμένη ήταν σκληρή: 20 χρόνια κάθειρξη και 5 χρόνια στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Το πρώτο διάστημα κρατήθηκε στο στρατόπεδο εργασίας του Βλόρε, έναν «βάλτο» όπως το θυμάται, όπου οι κρατούμενοι εργάζονταν για τη διάνοιξη του καναλιού της Νάρτα. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε στις φυλακές Σπατς, όπου οι συνθήκες ήταν «τρομερές» και η εργασία στα ορυχεία χαλκού και πυρίτη εξαντλητική. Οι σοβιετικού τύπου φυλακές, με μικρά κελιά και την επιβολή «2-3 χαπιών», αποτελούσαν μέρος ενός συστήματος που αποσκοπούσε στην πλήρη υποταγή.
Τρία χρόνια αργότερα, στις 20 Ιανουαρίου 1970, η ποινή του αυξήθηκε κατά 15 χρόνια και μεταφέρθηκε στη χειρότερη φυλακή, το Μπουρέλ, την κεντρική πολιτική φυλακή, γνωστή ως «Φάλαινα από μπετόν». Το Μπουρέλ, χωρίς παράθυρα, ήταν ένας τόπος συνεχούς απομόνωσης, όπου πολλοί κρατούμενοι πέθαναν από τις απάνθρωπες συνθήκες, καθιστώντας την ίδια τη φυλακή μια μορφή εκτέλεσης. Ακόμα και ο μεγαλύτερος αδελφός του Γκουμένη φυλακίστηκε εκεί για πέντε χρόνια. Οι αξιωματικοί του καθεστώτος χρησιμοποιούσαν την απειλή της μεταφοράς στο Μπουρέλ ως την τελική τιμωρία για τους κρατούμενους άλλων στρατοπέδων.