- Η δολοφονία του Ρίτσαρντ Γουέλς το 1975 αποτέλεσε την πρώτη επίθεση της 17 Νοέμβρη.
- Οι Αρχές της εποχής βρίσκονταν σε πλήρη σύγχυση λόγω της μεταπολιτευτικής αναδιοργάνωσης.
- Επικράτησαν έντονες θεωρίες συνωμοσίας που απέδιδαν το έγκλημα σε εσωτερικό ξεκαθάρισμα της CIA.
- Η οργάνωση παρέμεινε ασύλληπτη για 27 χρόνια, μέχρι το καλοκαίρι του 2002.
- Το αντιαμερικανικό κλίμα της εποχής επηρέασε καθοριστικά την πρόσληψη του εγκλήματος από την κοινωνία.
Στις 23 Δεκεμβρίου 1975, η εκτέλεση του σταθμάρχη της CIA, Ρίτσαρντ Γουέλς, στο Ψυχικό αποτέλεσε την αιματηρή ληξιαρχική πράξη γέννησης της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη. Η δολοφονία με το ιστορικό 45άρι προκάλεσε πρωτοφανές σοκ στις Αρχές της Μεταπολίτευσης, εγκαινιάζοντας έναν κύκλο βίας που διήρκεσε σχεδόν τρεις δεκαετίες και στοίχειωσε την πολιτική ζωή του τόπου.
| Χαρακτηριστικό | Λεπτομέρειες |
|---|---|
| Ημερομηνία | 23 Δεκεμβρίου 1975 |
| Τοποθεσία | Ψυχικό, Αθήνα |
| Θύμα | Ρίτσαρντ Γουέλς (Σταθμάρχης CIA) |
| Όπλο Εκτέλεσης | Πιστόλι Colt .45 |
| Όχημα Διαφυγής | Πράσινο Simca |
| Πρώτη Ανάληψη | Ε.Ο. 17 Νοέμβρη |
Η δολοφονία του Γουέλς δεν ήταν απλώς ένα μεμονωμένο έγκλημα, αλλά μια εξέλιξη που ήρθε ως συνέχεια της πολιτικής αστάθειας που ακολούθησε την πτώση της δικτατορίας το 1974. Σε μια περίοδο που οι κρατικές δομές και η Ασφάλεια βρίσκονταν υπό ριζική αναδιοργάνωση, η εμφάνιση μιας τόσο μεθοδικής οργάνωσης αποκάλυψε το τεράστιο κενό στην εθνική ασφάλεια και την αδυναμία των διωκτικών αρχών να αντιμετωπίσουν νέες, ασύμμετρες μορφές βίας.
Το χρονικό της ενέδρας στο Ψυχικό
Το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου 1975, ο Ρίτσαρντ Γουέλς επέστρεφε στην οικία του στο Ψυχικό μετά από μια χριστουγεννιάτικη δεξίωση. Την ώρα που ο οδηγός του κατέβηκε να ανοίξει την πόρτα, τρεις μασκοφόροι που επέβαιναν σε ένα πράσινο Simca ακινητοποίησαν το ζεύγος Γουέλς. Ο αρχηγός της ομάδας, ένας ψηλός άνδρας με σπαστά μαλλιά, πυροβόλησε τον Αμερικανό διπλωμάτη τρεις φορές εξ επαφής με ένα πιστόλι Colt .45. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος, σηματοδοτώντας την πρώτη εμφάνιση της οργάνωσης που θα γινόταν ο μεγαλύτερος εφιάλτης της Ελληνικής Αστυνομίας.
Η σύγχυση των Αρχών και η αναζήτηση ταυτότητας
Όπως αναφέρει ο στρατηγός ε.α. Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου, η δολοφονία έπεσε σαν «μεγατονική βόμβα» σε μια Αστυνομία που προσπαθούσε ακόμα να βρει τα πατήματά της μετά την κάθαρση από τα στελέχη της Χούντας. Η προκήρυξη της Επαναστατικής Οργάνωσης «17 Νοέμβρη» που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος αντιμετωπίστηκε αρχικά με δυσπιστία. Οι Αρχές δεν είχαν κανένα προηγούμενο στοιχείο για τη συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση, ενώ η αποστολή προκήρυξης στη γαλλική εφημερίδα Libération οδήγησε σε υποψίες για διασυνδέσεις με τρομοκρατικούς πυρήνες του εξωτερικού.
Οι θεωρίες συνωμοσίας και το αντιαμερικανικό κλίμα
Το κλίμα της εποχής ήταν έντονα φορτισμένο από ένα καθολικό αντιαμερικανικό αίσθημα, αποτέλεσμα της στάσης των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της επταετίας. Αυτό οδήγησε τον Τύπο και την κοινή γνώμη στην υιοθέτηση σεναρίων συνωμοσίας. Πολιτικοί αναλυτές και ιστορικοί ερευνητές επισημαίνουν ότι το επικρατέστερο σενάριο τότε δεν ήταν η δράση Ελλήνων τρομοκρατών, αλλά ένα «εσωτερικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών» της ίδιας της CIA. Η άρνηση της κοινωνίας να αποδεχθεί ότι Έλληνες θα μπορούσαν να διαπράξουν μια τέτοια «παγερή» δολοφονία αντανακλούσε την ανάγκη της εποχής να προστατευθεί η εθνική εικόνα από τη σκιά της τρομοκρατίας.
Η επόμενη μέρα και η κληρονομιά της 23ης Δεκεμβρίου
Χρειάστηκε να περάσει ένας χρόνος και να σημειωθεί η δολοφονία του βασανιστή της Χούντας, Ευάγγελου Μάλλιου, για να γίνει αντιληπτό ότι η 17Ν ήταν μια υπαρκτή και μόνιμη απειλή. Η Αδριάννα Ρετζέπη υπογραμμίζει ότι η επιμονή στην άρνηση της ελληνικότητας των δραστών καθυστέρησε την κατανόηση του φαινομένου. Η οργάνωση παρέμεινε στο σκοτάδι για 27 χρόνια, μέχρι την τυχαία έκρηξη στον Πειραιά το 2002, αφήνοντας πίσω της μια αιματηρή κληρονομιά που ξεκίνησε από εκείνες τις τρεις σφαίρες στο Ψυχικό.