Έντονη δυσφορία και οργή προκάλεσε στην Αθήνα η πρόσφατη ενέργεια του Βρετανικού Μουσείου, το οποίο διοργάνωσε δείπνο στην αίθουσα όπου εκτίθενται τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Η απόφαση αυτή έφερε την άμεση και σφοδρή αντίδραση της Ελληνίδας υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, αναδεικνύοντας εκ νέου το ακανθώδες ζήτημα της επιστροφής των αριστουργημάτων της κλασικής αρχαιότητας στην γενέτειρά τους.
Το περιστατικό, το οποίο αναδείχθηκε μέσα από εκπομπές όπως η «Κοινωνία Ώρα MEGA», επανέφερε στο προσκήνιο τον μακροχρόνιο διάλογο για τον σεβασμό της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και τη δίκαιη διαχείριση των ιστορικών θησαυρών. Η κίνηση του βρετανικού ιδρύματος εκλήφθηκε ως μια πράξη έλλειψης ευαισθησίας, εντείνοντας την επιχειρηματολογία της ελληνικής πλευράς για την αναγκαιότητα της επανένωσης των Γλυπτών στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Το Περιστατικό που Προκάλεσε Σφοδρές Αντιδράσεις
Το Βρετανικό Μουσείο, ένας από τους σημαντικότερους πολιτιστικούς θεσμούς παγκοσμίως, έγινε πρόσφατα το επίκεντρο διεθνών συζητήσεων, όχι για κάποια νέα έκθεση, αλλά για την επιλογή του να φιλοξενήσει ένα επίσημο δείπνο στον χώρο όπου δεσπόζουν τα περίφημα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Αυτή η απόφαση, σύμφωνα με την ελληνική κυβέρνηση, αποτελεί μια προσβλητική ενέργεια απέναντι στην ιστορική και πολιτιστική αξία των μνημείων.
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος ενός μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, δεν είναι απλά εκθέματα· είναι τεκμήρια ενός διαχρονικού πολιτισμού και σύμβολα της ελληνικής ταυτότητας. Η τοποθέτησή τους σε ένα τέτοιο πλαίσιο, αυτό μιας κοινωνικής εκδήλωσης, θεωρήθηκε ως υποβάθμιση της ιερότητας και της μοναδικότητάς τους, αγνοώντας τις εκκλήσεις της Ελλάδας για τον επαναπατρισμό τους.
Η Έντονη Αντίδραση του Υπουργείου Πολιτισμού
Η αντίδραση της υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, ήταν άμεση και κατηγορηματική. Με δηλώσεις της, εξέφρασε την έντονη δυσαρέσκεια της ελληνικής πολιτείας για την κίνηση του βρετανικού ιδρύματος, τονίζοντας ότι τέτοιες ενέργειες υπονομεύουν κάθε έννοια σεβασμού προς την πολιτιστική κληρονομιά.
Η κυρία Μενδώνη υπογράμμισε ότι η οργάνωση ενός δείπνου σε έναν χώρο με τέτοια ιστορική φόρτιση, όπου εκτίθενται τα αποκομμένα τμήματα ενός μνημείου, φανερώνει αδιαφορία για την ουσία και την ψυχή των αντικειμένων. Η θέση της ελληνικής κυβέρνησης παραμένει σταθερή: τα Γλυπτά πρέπει να επανενωθούν στον τόπο τους, στην Αθήνα, όπου θα αναδειχθεί πλήρως η ακεραιότητα και η ιστορική τους συνέχεια.
Αυτή η πράξη, κατά την υπουργό Πολιτισμού, όχι μόνο δεν συμβάλλει στη δημιουργία ενός κλίματος συνεργασίας, αλλά αντίθετα, ενισχύει την πεποίθηση ότι το Βρετανικό Μουσείο συνεχίζει να αντιμετωπίζει τα Γλυπτά ως απλές συλλογές και όχι ως αναπόσπαστα τμήματα ενός ενιαίου συνόλου.
Η Διαχρονική Διαμάχη και το Μέλλον των Γλυπτών
Το περιστατικό με το δείπνο αναζωπυρώνει για ακόμα μια φορά τη διαχρονική διαμάχη μεταξύ Ελλάδας και Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με την επιστροφή των Γλυπτών. Η ελληνική πλευρά επιμένει ότι τα γλυπτά αφαιρέθηκαν από τον Λόρδο Έλγιν υπό αμφιλεγόμενες συνθήκες τον 19ο αιώνα, όταν η Ελλάδα βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία, και ζητά την επιστροφή τους ως πράξη ηθικής και πολιτιστικής αποκατάστασης.
Από την πλευρά του, το Βρετανικό Μουσείο υποστηρίζει ότι τα Γλυπτά αποκτήθηκαν νόμιμα και ότι η παραμονή τους στο Λονδίνο επιτρέπει σε ένα παγκόσμιο κοινό να έχει πρόσβαση σε αυτά, ως μέρος μιας ευρύτερης συλλογής που αναδεικνύει την ιστορία της ανθρωπότητας.
Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση έχει προτείνει λύσεις που διασφαλίζουν την πρόσβαση σε αυτά, όπως η έκθεση τους στο Μουσείο Ακρόπολης και η συνεργασία με βρετανικά μουσεία.
Η πρόσφατη εξέλιξη τονίζει την αναγκαιότητα εντατικοποίησης των προσπαθειών για την επίλυση αυτής της ιστορικής διαμάχης. Το μέλλον των Γλυπτών του Παρθενώνα παραμένει ένα ανοιχτό ζήτημα, με την Αθήνα να δηλώνει σταθερά αποφασισμένη να συνεχίσει τον αγώνα για την επανένωσή τους, θεωρώντας το δείπνο του Βρετανικού Μουσείου ως ακόμη μία απόδειξη της αναχρονιστικής στάσης του απέναντι στην ελληνική πολιτιστική κληρονομιά.