- Έναρξη διαδικασίας για πώληση όπλων 11,1 δισ. δολαρίων από τις ΗΠΑ.
- Περιλαμβάνονται συστήματα HIMARS, drones και αντιαρματικοί πύραυλοι.
- Στόχος η ενίσχυση του ασύμμετρου πολέμου έναντι της κινεζικής πίεσης.
- Η κίνηση βασίζεται στη νομική δέσμευση των ΗΠΑ για την άμυνα της Ταϊβάν.
Το Υπουργείο Άμυνας της Ταϊβάν ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ ξεκίνησε τη διαδικασία ειδοποίησης του Κογκρέσου για την πώληση εξοπλιστικών συστημάτων αξίας 11,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η κίνηση αυτή αποτελεί μια έμπρακτη εκδήλωση υποστήριξης προς την Ταϊπέι, η οποία δέχεται εντεινόμενη στρατιωτική πίεση από την Κίνα σε μια κρίσιμη γεωπολιτική συγκυρία.
Αυτή η εξέλιξη έρχεται ως συνέχεια της προσπάθειας της Ταϊβάν να εκσυγχρονίσει τις ένοπλες δυνάμεις της, ειδικά μετά τον διορισμό του νέου υφυπουργού Άμυνας που επικεντρώνεται στην επίβλεψη των στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων. Το παρασκήνιο της υπόθεσης συνδέεται άμεσα με την ανάγκη της νήσου να αναπτύξει δυνατότητες ασύμμετρου πολέμου, χρησιμοποιώντας ευέλικτα και τεχνολογικά προηγμένα συστήματα που μπορούν να επιφέρουν καίρια πλήγματα παρά το μικρότερο μέγεθός τους.
Τι περιλαμβάνει το εξοπλιστικό πακέτο-μαμούθ
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Reuters, η προτεινόμενη πώληση καλύπτει οκτώ βασικά στοιχεία, τα οποία κρίνονται απαραίτητα για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της χώρας. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν τα συστήματα εκτόξευσης πυραύλων HIMARS, τα αυτοκινούμενα πυροβόλα (howitzers), οι αντιαρματικοί πύραυλοι και τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones). Η ενσωμάτωση αυτών των συστημάτων αναμένεται να προσφέρει στην Ταϊπέι τη δυνατότητα για άμεση απάντηση σε τυχόν επιθετικές ενέργειες, λειτουργώντας υπό ένα αποκεντρωμένο σύστημα διοίκησης που ενισχύει την ετοιμότητα.
Το Υπουργείο Άμυνας της Ταϊβάν υπογράμμισε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να βοηθούν τη χώρα στη διατήρηση επαρκών ικανοτήτων αυτοάμυνας. Η ταχεία οικοδόμηση μιας ισχυρής αποτρεπτικής δύναμης θεωρείται το θεμέλιο για τη διατήρηση της περιφερειακής ειρήνης, ειδικά μετά την πρόσφατη διέλευση του κινεζικού αεροπλανοφόρου Fujian από τα ευαίσθητα Στενά της Ταϊβάν, η οποία προκάλεσε συναγερμό στις τοπικές αρχές.
Η στρατηγική του ασύμμετρου πολέμου και η αποτροπή
Η στροφή προς τον ασύμμετρο πόλεμο αποτελεί κεντρικό πυλώνα της αμυντικής στρατηγικής που προωθεί η Ουάσιγκτον για την Ταϊπέι. Χρησιμοποιώντας κινητά και φθηνότερα όπλα που διαθέτουν μεγάλη ισχύ πυρός, η Ταϊβάν επιδιώκει να καταστήσει οποιαδήποτε προσπάθεια εισβολής εξαιρετικά δαπανηρή για τον αντίπαλο. Νομικοί και διπλωματικοί κύκλοι επισημαίνουν ότι η αγορά φαίνεται να προεξοφλεί μια περίοδο παρατεταμένης έντασης, με τις ΗΠΑ να παραμένουν ο σημαντικότερος προμηθευτής όπλων του νησιού, παρά την έλλειψη επίσημων διπλωματικών δεσμών.
Αυτή η δέσμευση των ΗΠΑ πηγάζει από τη νομοθετική υποχρέωση να παρέχουν στην Ταϊβάν τα μέσα για την προστασία της, μια πολιτική που ενισχύθηκε περαιτέρω μέσω της νέας νομοθεσίας των ΗΠΑ που υπέγραψε ο Ντόναλντ Τραμπ. Το Πεκίνο, από την πλευρά του, συνεχίζει να θεωρεί την Ταϊβάν δικό του έδαφος, απορρίπτοντας κάθε κίνηση που ενισχύει τη στρατιωτική αυτονομία της Ταϊπέι και χαρακτηρίζοντας αυτές τις πωλήσεις ως πηγή τριβής στις σινοαμερικανικές σχέσεις.
Η επόμενη μέρα για την ασφάλεια στην περιοχή
Η έναρξη της διαδικασίας ειδοποίησης του Κογκρέσου σηματοδοτεί το πρώτο επίσημο βήμα για την ολοκλήρωση της συμφωνίας. Παρόλο που το Πεντάγωνο δεν προέβη σε άμεσο σχολιασμό, η κίνηση αυτή ερμηνεύεται ως ένα σαφές μήνυμα προς τη διεθνή κοινότητα για τη σταθερότητα των σχέσεων Ουάσιγκτον-Ταϊπέι. Η Ταϊβάν παραμένει σε υψηλή ετοιμότητα, παρακολουθώντας στενά τις κινήσεις των κινεζικών δυνάμεων και ενισχύοντας τις συμμαχίες της για τη διασφάλιση της κυριαρχίας της στο μέλλον.