- Ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε νόμο για την επανεξέταση των σχέσεων ΗΠΑ-Ταϊβάν.
- Η Ταϊβάν εξέφρασε ευχαριστίες, ενώ η Κίνα αντέδρασε έντονα, θεωρώντας το ζήτημα «κόκκινη γραμμή».
- Ο νόμος απαιτεί τακτικές επανεξετάσεις των οδηγιών επίσημων επαφών με την Ταϊπέι.
- Το Πεκίνο καλεί τις ΗΠΑ να σταματήσουν τις επίσημες αλληλεπιδράσεις με την Ταϊβάν.
- Ο Τραμπ αναμένεται να επισκεφθεί την Κίνα τον Απρίλιο, εν μέσω αυτών των εντάσεων.
Ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε νόμο που απαιτεί από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ να επανεξετάζει τακτικά τις οδηγίες για τις επίσημες αλληλεπιδράσεις με την Ταϊπέι, προκαλώντας ευγνωμοσύνη στην Ταϊβάν και έντονη δυσαρέσκεια στην Κίνα. Η εξέλιξη αυτή, που ανακοινώθηκε την Τετάρτη, αναμένεται να εντείνει τις ήδη τεταμένες σινο-αμερικανικές σχέσεις.
Η υπογραφή του νέου νόμου έρχεται ως συνέχεια μιας μακράς και πολύπλοκης ιστορίας στις σχέσεις ΗΠΑ-Ταϊβάν-Κίνας, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν άτυπα αλλά ισχυρά δεσμά με την Ταϊβάν, παρά την αναγνώριση του Πεκίνου το 1979. Αυτή η κίνηση υπογραμμίζει την αμερικανική δέσμευση στην αυτοδιοικούμενη νήσο, η οποία αποτελεί σταθερά σημείο τριβής στις σινο-αμερικανικές σχέσεις.
Το περιεχόμενο του νέου νόμου και το ιστορικό πλαίσιο
Ο νόμος, γνωστός ως Taiwan Assurance Implementation Act, τον οποίο ο Πρόεδρος Τραμπ υπέγραψε την Τρίτη, επιβάλλει στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ την υποχρέωση να διενεργεί επανεξετάσεις των επαφών με την Ταϊβάν τουλάχιστον μία φορά κάθε πέντε χρόνια. Αυτή η ρύθμιση αποσκοπεί στην τακτική επικαιροποίηση των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τον επίσημο τρόπο αλληλεπίδρασης των Ηνωμένων Πολιτειών με την Ταϊπέι.
Η κίνηση αυτή ακολουθεί την απόφαση του τότε Υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, το 2021, κατά την πρώτη διακυβέρνηση Τραμπ, να άρει τους περιορισμούς στις επαφές μεταξύ Αμερικανών και Ταϊβανέζων αξιωματούχων. Οι περιορισμοί αυτοί είχαν επιβληθεί μετά την αναγνώριση του Πεκίνου από την Ουάσιγκτον το 1979, σηματοδοτώντας μια σημαντική αλλαγή στην αμερικανική πολιτική έναντι της Ταϊβάν.
Οι αντιδράσεις Ταϊβάν και Κίνας
Η Ταϊβάν εξέφρασε την ικανοποίησή της για την υπογραφή του νόμου. Η εκπρόσωπος του Προεδρικού Γραφείου της Ταϊβάν, Κάρεν Κουό, δήλωσε ότι ο νόμος «επιβεβαιώνει την αξία της αλληλεπίδρασης των ΗΠΑ με την Ταϊβάν, υποστηρίζει στενότερες σχέσεις Ταϊβάν-ΗΠΑ και αποτελεί ισχυρό σύμβολο των κοινών μας αξιών της δημοκρατίας, της ελευθερίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Ο Υπουργός Εξωτερικών της Ταϊβάν, Λιν Τσία-λουνγκ, πρόσθεσε ότι οι συχνότερες επανεξετάσεις θα επιτρέψουν σε Ταϊβανέζους αξιωματούχους να εισέρχονται σε ομοσπονδιακές υπηρεσίες για συναντήσεις, αν και ο νόμος δεν το αναφέρει ρητά. Η Ταϊβάν, η οποία επιδιώκει την ενίσχυση των διπλωματικών σχέσεων της διεθνώς, θεωρεί την εξέλιξη αυτή ως σημαντική ενίσχυση.
Αντιθέτως, στο Πεκίνο, ο εκπρόσωπος του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών, Λιν Τζιαν, δήλωσε ότι η Κίνα αντιτίθεται σθεναρά σε οποιαδήποτε μορφή επίσημης επαφής μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της «περιοχής της Ταϊβάν της Κίνας». Υπογράμμισε ότι «το ζήτημα της Ταϊβάν είναι ο πυρήνας των βασικών συμφερόντων της Κίνας και η πρώτη κόκκινη γραμμή που δεν πρέπει να διασχιστεί στις σινο-αμερικανικές σχέσεις». Η Κίνα βασίζει τις ιστορικές διεκδικήσεις της σε γεγονότα όπως η «επιστροφή της Ταϊβάν στην Κίνα» μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Νομικοί κύκλοι και αναλυτές διεθνών σχέσεων επισημαίνουν ότι η κίνηση αυτή, αν και δεν αλλάζει άμεσα το status quo, στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα στήριξης προς την Ταϊβάν, ενισχύοντας την αίσθηση ασφάλειας στην Ταϊπέι, αλλά ταυτόχρονα αυξάνει την πίεση στο Πεκίνο, το οποίο θεωρεί την Ταϊβάν αναπόσπαστο μέρος της επικράτειάς του.
Η επόμενη μέρα στις σινο-αμερικανικές σχέσεις
Ο Λιν Τζιαν προέτρεψε τις Ηνωμένες Πολιτείες να επιδείξουν «τη μέγιστη σύνεση στον χειρισμό του ζητήματος της Ταϊβάν, να σταματήσουν όλες τις επίσημες αλληλεπιδράσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ταϊβάν και να μην στείλουν κανένα λάθος σήμα στις αυτονομιστικές δυνάμεις της ‘ανεξαρτησίας της Ταϊβάν’». Η κυβέρνηση της Ταϊβάν, από την πλευρά της, απορρίπτει τις εδαφικές διεκδικήσεις της Κίνας και επιμένει στο δικαίωμά της να συνεργάζεται ελεύθερα με χώρες σε όλο τον κόσμο.
Η εξέλιξη αυτή έρχεται σε μια περίοδο όπου ο Πρόεδρος Τραμπ, ο οποίος συναντήθηκε με τον Κινέζο Πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ στην Νότια Κορέα τον Οκτώβριο, αναμένεται να πραγματοποιήσει επίσκεψη στην Κίνα τον Απρίλιο. Η επικείμενη επίσκεψη θα αποτελέσει μια κρίσιμη ευκαιρία για την εκτόνωση των εντάσεων ή την περαιτέρω διαμόρφωση των σχέσεων μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, με το ζήτημα της Ταϊβάν να παραμένει κεντρικό στην ατζέντα.