Μια πολυτελής εκδήλωση που διοργανώθηκε στους χώρους του Βρετανικού Μουσείου, με τα αριστουργήματα των Γλυπτών του Παρθενώνα να αποτελούν το μοναδικό σκηνικό, έχει προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις και έντονο δημόσιο διάλογο. Το δείπνο, στο οποίο συμμετείχαν καλεσμένοι πρόθυμοι να καταβάλουν χιλιάδες λίρες, πραγματοποιήθηκε με κεντρικό στόχο την οικονομική ενίσχυση του μουσείου, φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο ζητήματα σχετικά με την ηθική διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ένα Πολυτελές Δείπνο στο Επίκεντρο της Κριτικής
Η συγκεκριμένη εκδήλωση, η οποία αναδείχθηκε και μέσα από το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του OPEN, περιγράφεται ως ένα ιδιαίτερα ακριβό γεύμα που φιλοξενήθηκε σε έναν από τους πλέον ιστορικούς και συμβολικούς χώρους του Βρετανικού Μουσείου, ακριβώς δίπλα στα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Η επιλογή αυτής της τοποθεσίας, σε συνδυασμό με τον πολυτελή χαρακτήρα του δείπνου, πυροδότησε αμέσως ένα κύμα δυσαρέσκειας τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς.
Οι αντιδράσεις εστιάζουν στο κατά πόσο είναι θεμιτό ένα πολιτιστικό ίδρυμα να χρησιμοποιεί ανεκτίμητα αρχαιολογικά ευρήματα, σύμβολα παγκόσμιας κληρονομιάς, ως απλές «διακοσμήσεις» για ιδιωτικές, κερδοσκοπικές εκδηλώσεις. Η εικόνα των υψηλών προσκεκλημένων να δειπνούν πλάι στα μάρμαρα που έχουν αποσπαστεί από τον Παρθενώνα, ερέθισε την κοινή γνώμη και αναζωπύρωσε τη συζήτηση περί επιστροφής των Γλυπτών.
Το Οικονομικό Υπόβαθρο και το Υψηλό Κόστος Συμμετοχής
Βασικός άξονας της κριτικής ήταν το οικονομικό κίνητρο πίσω από τη διοργάνωση. Το μουσείο φέρεται να επέλεξε την εν λόγω εκδήλωση ως μέσο αύξησης των εσόδων του. Οι πληροφορίες που προβλήθηκαν ανέφεραν ότι οι προσκεκλημένοι κατέβαλαν ποσά που ανέρχονταν σε πολλές χιλιάδες λίρες για την είσοδό τους και τη συμμετοχή τους σε αυτό το αποκλειστικό δείπνο.
Αυτή η πρακτική, δηλαδή η αξιοποίηση πολιτιστικών χώρων για κέρδος μέσω εκδηλώσεων υψηλού κόστους, εγείρει ερωτήματα σχετικά με την προσβασιμότητα των μουσείων στο ευρύ κοινό και την αποστολή τους ως φορείς πολιτιστικής εκπαίδευσης και διαφύλαξης. Η διάσταση μεταξύ της δημόσιας αποστολής και της ιδιωτικής εμπορευματοποίησης γίνεται όλο και πιο εμφανής σε τέτοιες περιπτώσεις.
Μια Επαναλαμβανόμενη Πρακτική για το Βρετανικό Μουσείο;
Το ρεπορτάζ του OPEN επισήμανε ότι δεν πρόκειται για την πρώτη φορά που το Βρετανικό Μουσείο βρίσκεται στο επίκεντρο τέτοιων αντιπαραθέσεων. Παρόμοιες εκδηλώσεις ή αποφάσεις του μουσείου έχουν κατά καιρούς προκαλέσει δυσαρέσκεια και έχουν οδηγήσει σε δημόσιες συζητήσεις.
Αυτό υποδηλώνει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στη διαχείριση και την προβολή των εκθεμάτων του, ειδικά όσον αφορά την ευαίσθητη φύση των πολιτιστικών θησαυρών.
Η συνέχεια αυτών των πρακτικών ενισχύει την άποψη ότι απαιτείται ένας ευρύτερος αναστοχασμός σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας και χρηματοδότησης μεγάλων μουσείων παγκοσμίως. Η ισορροπία μεταξύ της ανάγκης για οικονομική βιωσιμότητα και της ηθικής ευθύνης απέναντι στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά παραμένει ένα από τα πιο κρίσιμα και άλυτα ζητήματα.
Το δείπνο δίπλα στα Γλυπτά του Παρθενώνα αναδεικνύει, για άλλη μια φορά, τις πολυπλοκότητες που περιβάλλουν τη διαχείριση και την ιδιοκτησία πολιτιστικών αγαθών με παγκόσμια απήχηση. Η δημόσια κατακραυγή που ακολούθησε υπογραμμίζει την ευαισθησία και τη σημασία που αποδίδουν οι λαοί στη διαφύλαξη της ιστορίας και του πολιτισμού τους.