Σε μια έντονη τηλεοπτική αντιπαράθεση στην εκπομπή Καθαρές Κουβέντες ο Δ. Τζανακόπουλος κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι επιδιώκει να ωθήσει τον κόσμο προς την ιδιωτική περίθαλψη. Με φωνή που τόνισε την ανησυχία για τις στρατηγικές επιλογές, ο πολιτικός αντιπαρέβαλε την κατάσταση του δημόσιου συστήματος με τις επιδιώξεις για μεταφορά υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα.
Ταυτόχρονα ο Β. Οικονόμου απάντησε με στατιστικό επιχείρημα, αναφέροντας ότι «προσλάβαμε 25 χιλιάδες στα νοσοκομεία από το 2019», ένα στοιχείο που επιχειρεί να καταδείξει ενίσχυση της στελέχωσης.
Οι αιτιάσεις για μετατόπιση προς ιδιωτική περίθαλψη
Ο Δ. Τζανακόπουλος περιέγραψε επιλογές πολιτικής που, κατά την άποψή του, ευνοούν την ανάπτυξη της ιδιωτικής υγείας εις βάρος της καθολικής πρόσβασης. Η κριτική επικεντρώθηκε σε μέτρα και πολιτικές που, σύμφωνα με τον ίδιο, μπορούν να αλλάξουν τον χαρακτήρα του δημόσιου δημόσιου συστήματος υγείας και να αυξήσουν την εξάρτηση από ιδιωτικές υπηρεσίες.
Η συζήτηση ανέδειξε θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος, όπως η προσβασιμότητα και το κόστος για τους πολίτες. Ο λόγος στράφηκε στη σημασία ενός δίκαιου πλαισίου που θα διασφαλίζει ότι η μετάβαση υπηρεσιών δεν θα επιβαρύνει όσους δεν μπορούν να πληρώσουν για ιδιωτική περίθαλψη.
Η απάντηση με αριθμούς: οι 25.000 προσλήψεις
Απαντώντας στις αιτιάσεις, ο Β. Οικονόμου επισήμανε τον αριθμό των προσλήψεων στα νοσοκομεία από το 2019 ως ένδειξη ενίσχυσης της δημόσιας περίθαλψης. Η αναφορά αυτή χρησιμοποιήθηκε για να δείξει ότι υπήρξε προσπάθεια στελέχωσης των μονάδων υγείας σε περιόδους αυξημένων αναγκών.
Η δήλωση περί «25 χιλιάδων» προσλήψεων έφερε τη συζήτηση στο πεδίο της διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού και της κατανομής πόρων. Παρά τη σημειωμένη αύξηση, παρέμειναν ερωτήματα για την κατανομή του προσωπικού ανά νοσοκομεία της χώρας και για το πώς αυτές οι προσλήψεις μεταφράζονται σε βελτίωση των υπηρεσιών στην πράξη.
Επιπτώσεις για το ΕΣΥ και τα δημόσια έξοδα
Οι δύο πλευρές εστίασαν σε διαφορετικές παραμέτρους: Η μία υπογράμμισε τον κίνδυνο μειωμένης κρατικής ευθύνης, ενώ η άλλη έφερε ως απόδειξη την αύξηση προσωπικού. Η αντιπαράθεση αποκάλυψε την ανάγκη για σαφήνεια σχετικά με τη μακροπρόθεσμη πολιτική που θα καθορίσει αν η στήριξη στο σύστημα θα είναι επαρκής.
Ερωτήματα τέθηκαν επίσης για τις δημόσιες δαπάνες υγείας και για το αν οι πόροι διατίθενται με τρόπο που ενισχύει την προσφορά υπηρεσιών σε όλη τη χώρα. Η αποτελεσματικότητα των προσλήψεων συνδέεται άμεσα με την κατανομή πόρων και τις δομές υποστήριξης των εργαζομένων.
Τι μένει μετά την αντιπαράθεση
Η τηλεοπτική συζήτηση στην εκπομπή άφησε ξεκάθαρες διαφωνίες αλλά και κοινές ανησυχίες: Η ποιότητα της περίθαλψης και η πρόσβαση των πολιτών παραμένουν στο επίκεντρο. Η δημόσια συζήτηση για το μοντέλο λειτουργίας του συστήματος είναι πιθανό να συνεχιστεί, καθώς οι ισχυρισμοί από τις δύο πλευρές εγείρουν πρακτικά ερωτήματα για την υλοποίηση πολιτικών.
Στο μέλλον, η αντιπαράθεση αυτή αναμένεται να επηρεάσει τον δημόσιο διάλογο γύρω από τη στήριξη του ΕΣΥ, την κατανομή προσωπικού και τον τρόπο που θα σχεδιαστούν οι υπηρεσίες υγείας για όλους τους πολίτες.