Έντονες συζητήσεις και θύελλα αντιδράσεων έχει πυροδοτήσει πρόσφατο βίντεο, το οποίο καταγράφει την μεταφορά της γνωστής καλλιτέχνιδας, Δέσποινας Βανδή, από περιπολικό όχημα της αστυνομίας. Το περιστατικό φέρεται να συνέβη μετά από μηχανική βλάβη του ιδιωτικού της αυτοκινήτου, ωστόσο η δημοσιοποίηση του βίντεο προκάλεσε άμεσα μια οξεία σύγκριση με μια από τις πλέον συγκλονιστικές και τραγικές υποθέσεις των τελευταίων μηνών: αυτή της Κυριακής Γρίβα, η οποία δολοφονήθηκε μπροστά σε αστυνομικό τμήμα, αφού της είχε αρνηθεί μεταφορά με περιπολικό.
Η αντίθεση των δύο περιστατικών έχει δημιουργήσει ένα κύμα οργής και απογοήτευσης στην κοινή γνώμη, επαναφέροντας στο προσκήνιο ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή των κανονισμών, την ισότητα των πολιτών απέναντι στις κρατικές υπηρεσίες και την λειτουργία της Ελληνικής Αστυνομίας.
Το Περιστατικό που Πυροδότησε την Οργή
Το επίμαχο βίντεο, το οποίο αναπαράχθηκε ευρέως, καταγράφει την τραγουδίστρια Δέσποινα Βανδή να επιβιβάζεται σε περιπολικό της αστυνομίας, με την πληροφορία να αναφέρει ότι η μεταφορά έγινε λόγω ακινητοποίησης του οχήματός της εξαιτίας βλάβης. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις, η εικόνα ενός δημόσιου οχήματος, προορισμένου για την προστασία των πολιτών και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών, να χρησιμοποιείται για την επίλυση ενός προσωπικού προβλήματος μετακίνησης, ιδίως για ένα δημόσιο πρόσωπο, προκάλεσε αμέσως αρνητικές αντιδράσεις.
Πολλοί πολίτες έσπευσαν να σχολιάσουν την πιθανή διακριτική μεταχείριση και την ακαταλληλότητα της χρήσης κρατικών πόρων για τέτοιους σκοπούς.
Η χρήση ενός αστυνομικού οχήματος ως μέσου μεταφοράς, ακόμη και σε περίπτωση βλάβης, θεωρήθηκε από πολλούς ως υπέρβαση των αρμοδιοτήτων και των πρωτοκόλλων. Το γεγονός αυτό άνοιξε μια ευρύτερη συζήτηση για το ποιες είναι οι πραγματικές προτεραιότητες της αστυνομίας και πώς πρέπει να χρησιμοποιούνται οι διαθέσιμοι πόροι προς όφελος του συνόλου των πολιτών.
Η Οδυνηρή Σύγκριση με την Υπόθεση της Κυριακής Γρίβα
Η οργή κορυφώθηκε όταν το εν λόγω περιστατικό τέθηκε υπό το πρίσμα της τραγικής υπόθεσης της Κυριακής Γρίβα. Η μητέρα της αδικοχαμένης Κυριακής, εμφανιζόμενη στην εκπομπή του OPEN, εξέφρασε την οδύνη και την αγανάκτησή της. Με σπαρακτικά λόγια, υπενθύμισε ότι λίγα λεπτά πριν την εν ψυχρώ δολοφονία της κόρης της από τον πρώην σύντροφό της, μπροστά στο αστυνομικό τμήμα των Αγίων Αναργύρων, αστυνομικός είχε αρνηθεί την μεταφορά της με περιπολικό, δηλώνοντας χαρακτηριστικά πως «το περιπολικό δεν είναι ταξί».
Η σκληρή αυτή αντίθεση μεταξύ της μεταφοράς μιας επώνυμης προσωπικότητας για ένα ζήτημα άνεσης και της άρνησης βοήθειας σε μια γυναίκα που ζητούσε εναγωνίως προστασία από έναν δολοφόνο, έχει προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις. Η μητέρα της Κυριακής, αλλά και χιλιάδες πολίτες, αισθάνονται ότι εφαρμόζονται δύο μέτρα και δύο σταθμά, δημιουργώντας ένα αίσθημα βαθιάς αδικίας και έλλειψης εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς.
Η μνήμη της Κυριακής Γρίβα παραμένει νωπή και η υπόθεσή της έχει αναδείξει σημαντικές αδυναμίες στον τρόπο αντιμετώπισης περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας και προστασίας των θυμάτων. Το πρόσφατο συμβάν με το περιπολικό έρχεται να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το ήδη βεβαρυμμένο κλίμα, εντείνοντας τα ερωτήματα για την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα των δημόσιων υπηρεσιών στην παροχή ισότιμης προστασίας σε όλους τους πολίτες.
Ζητήματα Διαφάνειας και Λειτουργίας της Ελληνικής Αστυνομίας
Τα δύο αυτά περιστατικά θέτουν μετ’ επιτάσεως ζητήματα διαφάνειας, λογοδοσίας και της ορθής λειτουργίας της Ελληνικής Αστυνομίας. Η κοινή γνώμη απαιτεί εξηγήσεις για τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση μεταφοράς της Δέσποινας Βανδή με περιπολικό και, κυρίως, για το γιατί η αντίστοιχη βοήθεια αρνήθηκε σε μια γυναίκα που βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο.
Αυτή η εμφανής ανισότητα στην μεταχείριση υπονομεύει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το σώμα της αστυνομίας και δημιουργεί την αίσθηση ότι η προστασία και η εξυπηρέτηση δεν παρέχονται με τον ίδιο τρόπο σε όλους.
Η ανάγκη για σαφή πρωτόκολλα, την αυστηρή τήρηση των κανονισμών και την ενίσχυση του αισθήματος δικαιοσύνης είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Περιστατικά όπως αυτό αναδεικνύουν την κρίσιμη σημασία της διαφάνειας στους δημόσιους φορείς και την ανάγκη για έναν μηχανισμό που να διασφαλίζει ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται με βάση το δημόσιο συμφέρον και όχι την κοινωνική θέση ή την αναγνωρισιμότητα των εμπλεκομένων.
Η κοινωνία αναμένει απαντήσεις και, κυρίως, δράσεις που θα αποκαταστήσουν την πίστη στις αρχές της ισονομίας και της δικαιοσύνης.