Μια πρόσφατη καταγγελία φέρνει στο φως την περίπτωση όπου το σύστημα ρύθμισης χρεών απέδωσε δόση 2.560 ευρώ σε συνταξιούχο με μηνιαία σύνταξη 700 ευρώ, ενώ 81% αναπηρία εμφανίζεται στα διαθέσιμα στοιχεία. Σύμφωνα με πληροφορίες του Νάσου Ηλιόπουλου, το περιστατικό αυτό επιβεβαιώνει ότι η αριθμητική αξιολόγηση μπορεί να απομακρύνεται από την πραγματική ρευστότητα του νοικοκυριού και ότι το αποτέλεσμα του αλγορίθμου δεν κοινοποιείται πλήρως στον οφειλέτη.
Πώς προσδιορίζεται η ικανότητα αποπληρωμής
Το υπολογιστικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στον μηχανισμό συγκρίνει εισοδηματικά και περιουσιακά στοιχεία και επιλέγει τη μεγαλύτερη εκτίμηση ως βάση για τη ρύθμιση, γεγονός που σημαίνει ότι η ύπαρξη αξιόλογης ακίνητης περιουσίας μπορεί να αυξήσει την ικανότητα αποπληρωμής κατά πολύ.
Η μέθοδος αυτή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία λειτουργίας, οδηγεί σε προτάσεις που προσεγγίζουν επίπεδα ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων και όχι σε αξιολόγηση των ρευστών πόρων.
Στο επίκεντρο της λογικής βρίσκεται η αρχή της «μη χειροτέρευσης» των πιστωτών, σύμφωνα με την οποία οι τράπεζες δεν πρέπει να βρεθούν σε χειρότερη θέση σε σχέση με την αναγκαστική ρευστοποίηση, κάτι που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την προσαρμογή της δόσης.
Παράλληλα, η ίδια η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους φαίνεται να θέτει το πλαίσιο υπολογισμού που ευνοεί αυτήν την προσέγγιση, χωρίς να γνωστοποιεί την πλήρη μεθοδολογία.
Μυστικότητα των αποτελεσμάτων και πρόσβαση
Η διαδικασία προβλέπει ότι μόνο οι πιστωτές λαμβάνουν τη λεπτομερή πρόταση, ενώ ο οφειλέτης ενημερώνεται με σύντομη αιτιολόγηση όταν η πρόταση απορριφθεί, στερώντας του τη δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου και διαπραγμάτευσης της πρότασης ρύθμισης. Αυτό το στοιχείο της μυστικότητας εντείνει τις ανισορροπίες ανάμεσα σε πιστωτές και οφειλέτες, ειδικά για ευπαθείς ομάδες.
Η κατάσταση αυτή καθιστά δύσκολη την αξιολόγηση από τον ίδιο τον οφειλέτη, αφού δεν έχει πρόσβαση στο πλήρες σκεπτικό του συστήματος· ως αποτέλεσμα, η διαφανής αντιπαράθεση για την πραγματική οικονομική αντοχή του νοικοκυριού παραμένει περιορισμένη. Επιπλέον, η σιωπηρή κοινοποίηση των στοιχείων μειώνει τη δυνατότητα σχολιασμού από νομικούς ή λογιστές.
Συνέπειες για ευάλωτα νοικοκυριά
Η εφαρμογή του κριτηρίου της μέγιστης αξίας εισοδήματος ή περιουσίας έχει ως πρακτικό αποτέλεσμα την επιβολή δυσανάλογων δόσεων, όπως στην αναφερόμενη περίπτωση του συνταξιούχου, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη αδυναμία συμμόρφωσης. Η συμπερίληψη στοιχείων περιουσιακής αξίας αντί για ρευστών πόρων αλλάζει την πραγματική εικόνα της επιβάρυνσης.
Ακόμη και όταν το σύστημα λειτουργεί με στόχο την αύξηση της ικανοποίησης των πιστωτών, η εφαρμογή του σε πολίτες με ελάχιστο εισόδημα δημιουργεί συνεπακόλουθα στην κοινωνική προστασία και στην αξιοπρεπή διαβίωση, καθώς η διαπραγματευτική ισορροπία κλίνει υπέρ των δανειστών.
Για την περίπτωση αυτή υπάρχει τεκμηρίωση πως το μηχανιστικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι υψηλότερο από την πραγματική αποπληρωτική ικανότητα.
Η δημόσια συζήτηση που άνοιξε μετά την καταγγελία, όπως αναφέρθηκε στην αρχική αναφορά, φέρνει στην επιφάνεια την ανάγκη για σαφέστερες διαδικασίες και πρόσβαση στα δεδομένα που παράγει ο αλγόριθμος, ώστε να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη διαφάνεια στη ρύθμιση.
Ταυτόχρονα απαιτείται προσοχή ώστε οι ρυθμίσεις να μην μεταφράζονται σε άμεσες εντολές ρευστοποίησης υπό την κάλυψη υπολογιστικής πρόβλεψης.