Η εκ περιτροπής κυκλοφορία που εισήχθη στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα επηρέασε τις μετακινήσεις στο κέντρο της Αθήνας, αλλά δεν έλυσε το πρόβλημα μόνιμα. Στην αρχή υπήρξαν μειώσεις στη ροή και στις καθυστερήσεις, ενώ Δακτύλιος 1982 και πετρελαϊκή κρίση δεκαετίας σημάδεψαν την πρώιμη εφαρμογή.
Το μέτρο, όμως, σταδιακά μεταβλήθηκε σε θεσμικό έθιμο χωρίς να αποδίδει τα ίδια αποτελέσματα.
Πώς εξελίχθηκε η εκ περιτροπής κυκλοφορία
Στις πρώτες εφαρμογές παρατηρήθηκε άμεση μείωση της εισόδου οχημάτων στο κέντρο και βελτίωση των χρόνων διαδρομής, ενώ ορισμένες μετρήσεις κατέγραφαν αποκλιμάκωση των αιχμών ρύπανσης. Παρ’ όλα αυτά, οι πολίτες βρήκαν τρόπους προσαρμογής και το όφελος δεν διατηρήθηκε στο χρόνο, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν νέες ανισορροπίες στη διαχείριση του δικτύου.
Σε πολλές περιπτώσεις, η απαγόρευση οδήγησε σε απόκτηση επιπλέον οχημάτων, συχνά παλαιότερων μοντέλων από το εξωτερικό, που υπονόμευσαν τα περιβαλλοντικά οφέλη. Η τάση αυτή δημιούργησε συμφόρηση στα όρια της απαγορευμένης ζώνης, φαινόμενο που σημείωσαν και φορείς όπως ο εκδότης του περιοδικού 4ΤΡΟΧΟΙ, Κώστας Καββαθάς και άλλοι παρατηρητές.
Παρενέργειες και κοινωνική προσαρμογή
Η ανθρώπινη εφευρετικότητα, όταν εφαρμόζεται ένα περιοριστικό μέτρο, τείνει να ακυρώνει μέρος του αρχικού αποτελέσματος, καθώς οι οδηγοί αλλάζουν συμπεριφορές για να αποφύγουν το κόστος ή την ταλαιπωρία. Ορισμένες πρακτικές οδήγησαν σε τοπική συμφόρηση δικτύου και σε μεταφορά ρύπων γύρω από τα όρια του κέντρου.
Ο καθηγητής Συγκοινωνιακών Συστημάτων, Λουκάς Δημητρίου, επισημαίνει ότι προσωρινά μέτρα που διαρκούν δεκαετίες χάνουν την αποτελεσματικότητά τους επειδή οι πολίτες προσαρμόζονται και αλλάζουν συμπεριφορές, με συνέπεια το αρχικό όφελος να εξασθενεί.
Τι δείχνει η διεθνής εμπειρία
Πόλεις με αρχικές επιτυχίες σε εκ περιτροπής μέτρα, όπως το Σάο Πάολο και η Πόλη του Μεξικού, βλέπουν μείωση των αποτελεσμάτων στο πέρασμα του χρόνου, λόγω παρακάμψεων και αλλαγών στη συμπεριφορά των οδηγών. Παράλληλα, μοντέλα όπως η χρέωση συμφόρησης έχουν υιοθετηθεί σε ευρωπαϊκά κέντρα για πιο σταθερή διαχείριση της ζήτησης, με στοχευμένη χρήση των εσόδων.
Το Λονδίνο εγκατέστησε την Ζώνη Υπερχαμηλών Εκπομπών μετά την εισαγωγή της χρέωσης συμφόρησης, και δεσμεύει τα έσοδα για τη βελτίωση των συγκοινωνιών. Αυτή η σύνδεση μεταξύ εισπράξεων και επενδύσεων στα μέσα αποτελεί κεντρικό στοιχείο για τη μετάβαση σε περισσότερο βιώσιμα δίκτυα.
Εναλλακτικές πολιτικές και υποδομές
Πριν εφαρμοστεί οποιοδήποτε περιοριστικό μέτρο είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η προσφορά εναλλακτικών μετακινήσεων, ώστε οι κάτοικοι να έχουν επαρκείς επιλογές μεταφοράς και να μην καταφεύγουν στον ιδιωτικό στόλο. Αυτό περνάει από ενίσχυση λεωφορείων, μεταφοράς με σιδηρόδρομο και ασφαλείς υποδομές για πεζούς και ποδηλάτες.
Μια ολοκληρωμένη στρατηγική συνδυάζει μέτρα αποθάρρυνσης εισόδου, όπως πεζοδρομήσεις ή περιοχές με περιορισμό εισόδου για μη ηλεκτρικά οχήματα, με επενδύσεις σε μέσα μαζικής μεταφοράς και υποδομές μικροκινητικότητας. Η δίκαιη μετάβαση απαιτεί πρώτα την προσφορά αξιόπιστων εναλλακτικών και έπειτα την εφαρμογή οικονομικών εργαλείων.
Τεχνολογία, πολιτική και χρόνος εφαρμογής
Η τέχνη της εφαρμογής αφορά την πολιτική βούληση και τον σχεδιασμό. Οι «έξυπνες κάμερες» μπορούν τεχνικά να υποστηρίξουν ηλεκτρονική τιμολόγηση, αλλά μέχρι σήμερα δεν υπάρχει επίσημη απόφαση για μετασχηματισμό του Δακτυλίου σε πλήρες ηλεκτρονικό σύστημα.
Η τεχνολογία είναι διαθέσιμη, αλλά η πολιτική απόφαση εφαρμογής παραμένει κρίσιμη.
Η συζήτηση πρέπει να επικεντρωθεί στην 15ετή προοπτική της πόλης, με σαφή όραμα για τον χώρο και τις υποδομές. Χωρίς αυτή την προοπτική, τα προσωρινά μέτρα θα παραμένουν τελετουργικά, ενώ η Αθήνα χρειάζεται ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις που συνδυάζουν τεχνολογία, υποδομές και οικονομικά κίνητρα.