- Χρηματοπιστωτικοί φορείς ζητούν εξαίρεση επενδυτικών εταιρειών από τον χαρακτηρισμό «Οντότητες Δημοσίου Ενδιαφέροντος» (ΟΔΕ).
- Ο νόμος 5164/2024, που ενσωμάτωσε ευρωπαϊκή οδηγία, ταξινόμησε εσφαλμένα τις εταιρείες ως ΟΔΕ.
- Η ταξινόμηση αυτή οδηγεί σε αυξημένη γραφειοκρατία και λειτουργικό κόστος, αντίθετα με το ευρωπαϊκό πλαίσιο.
- Ο υπουργός Ανάπτυξης ανέστειλε τη διάταξη για το 2025, αλλά απαιτείται νομοθετική διόρθωση πριν το 2026.
- Η άμεση επίλυση είναι κρίσιμη για την ομαλή λειτουργία και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής κεφαλαιαγοράς.
Οι βασικοί φορείς της χρηματοπιστωτικής αγοράς, συμπεριλαμβανομένης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, απέστειλαν σήμερα κοινή επιστολή στον υπουργό Ανάπτυξης, Τάκη Θεοδωρικάκο. Ζητούν την άμεση νομοθετική εξαίρεση των επενδυτικών εταιρειών από την ταξινόμησή τους ως «Οντότητες Δημοσίου Ενδιαφέροντος», μια διάταξη που εισήχθη με τον νόμο 5164/2024 και προκαλεί σημαντική γραφειοκρατία και αύξηση λειτουργικού κόστους.
Η εξέλιξη αυτή έρχεται ως συνέχεια της ενσωμάτωσης της ευρωπαϊκής οδηγίας για τη βιωσιμότητα στον ελληνικό νόμο 5164/2024, ο οποίος, κατά την εφαρμογή του, δημιούργησε ένα απρόβλεπτο πρόβλημα για τις επενδυτικές εταιρείες. Η εσφαλμένη ταξινόμηση αυτών των οντοτήτων ως «Δημοσίου Ενδιαφέροντος» έχει προκαλέσει σημαντικές ανησυχίες στην αγορά, οδηγώντας σε μια συλλογική προσπάθεια για την άμεση διόρθωση της διάταξης.
Η αντίδραση της αγοράς και η κοινή επιστολή
Σήμερα, οι βασικοί φορείς της ελληνικής χρηματοπιστωτικής αγοράς, όπως η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ο Σύνδεσμος Μελών Χρηματιστηρίων Αθηνών (ΣΜΕΧΑ), η Ένωση Θεσμικών Επενδυτών και η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, απέστειλαν κοινή επιστολή στον υπουργό Ανάπτυξης, Τάκη Θεοδωρικάκο.
Στην επιστολή τους, ζητούν την εξαίρεση των επενδυτικών εταιρειών (ΑΕΠΕΥ, ΑΕΔΑΚ, ΑΕΔΟΕΕ, ΟΣΕΚΑ και ΟΕΕ) από τον χαρακτηρισμό τους ως «Οντότητες Δημοσίου Ενδιαφέροντος». Οι φορείς προειδοποιούν ότι η διατήρηση αυτής της κατάταξης θα οδηγήσει σε εκτόξευση των γραφειοκρατικών διαδικασιών και σε αύξηση του λειτουργικού κόστους για τις εν λόγω εταιρείες, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές επιδιώξεις για ενίσχυση της αποδοτικότητας των κεφαλαιαγορών.
Η εσφαλμένη ταξινόμηση και οι επιβαρύνσεις
Το πρόβλημα προέκυψε με τον νόμο 5164/2024, ο οποίος ενσωμάτωνε την ευρωπαϊκή οδηγία για τη βιωσιμότητα. Ωστόσο, σύμφωνα με τους χρηματοπιστωτικούς φορείς, οι επενδυτικές εταιρείες θεωρήθηκαν εσφαλμένα – πιθανώς λόγω «υπερβάλλοντα ζήλου» – ως οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κανονιστικών και εποπτικών επιβαρύνσεων που δεν προβλέπονται στο ενωσιακό πλαίσιο. Η απόκλιση αυτή από το ευρωπαϊκό πλαίσιο προκαλεί άμεσες και σοβαρές συνέπειες στη λειτουργία, τη συμμόρφωση και την εποπτεία των εταιρειών, υπονομεύοντας την ανταγωνιστικότητά τους.
Αυτό που ανησυχεί τους αναλυτές και τους παράγοντες της αγοράς είναι η αντίφαση μεταξύ της εγχώριας ρύθμισης και της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την ανάπτυξη των κεφαλαιαγορών. Η Ευρώπη επιδιώκει τη δημιουργία ενός πιο αποδοτικού και ελκυστικού χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την υπό εξέλιξη ένταξη του Χρηματιστηρίου Αθηνών στο Euronext.
Τέτοιες εγχώριες υπερ-ρυθμίσεις μπορούν να ανακόψουν την αναπτυξιακή πορεία και να αποτρέψουν επενδύσεις, καθιστώντας το ελληνικό χρηματιστήριο λιγότερο ανταγωνιστικό σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κέντρα.
Η ανάγκη για άμεση νομοθετική αποκατάσταση
Μετά την ψήφιση του νόμου, οι εκπρόσωποι της αγοράς είχαν συναντηθεί με τον υπουργό Ανάπτυξης, ο οποίος αναγνώρισε το πρόβλημα και προχώρησε στην αναστολή της εφαρμογής της επίμαχης διάταξης για το έτος 2025. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζουν τώρα οι φορείς στην επιστολή τους, απαιτείται άμεση νομοθετική αποκατάσταση του ζητήματος.
Αυτή η διόρθωση είναι κρίσιμη για να μην υπάρξουν δυσλειτουργίες το 2026 και να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των επενδυτικών εταιρειών. Το υπουργείο καλείται να ενσωματώσει χωρίς καθυστέρηση τη νομοτεχνική διόρθωση στο προς κατάθεση νομοσχέδιο, προκειμένου να ευθυγραμμιστεί πλήρως με το ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Οι επιπτώσεις και η επόμενη μέρα
Η άμεση επίλυση του ζητήματος είναι ζωτικής σημασίας για την ελληνική κεφαλαιαγορά. Η διατήρηση της εσφαλμένης ταξινόμησης θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποεπένδυση ή σε μείωση της δραστηριότητας των επενδυτικών εταιρειών, επηρεάζοντας αρνητικά τη ρευστότητα και την ανάπτυξη της αγοράς.
Η νομοθετική αποκατάσταση θα στείλει ένα θετικό μήνυμα σταθερότητας και προβλεψιμότητας στους επενδυτές, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη και συμβάλλοντας στην περαιτέρω ενδυνάμωση του ρόλου της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό χρηματοοικονομικό τοπίο.