Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) εξέδωσε μια κρίσιμη απόφαση που ανατρέπει τον τρόπο εξέτασης των ενδοκοινοτικών απαλλαγών ΦΠΑ. Πλέον, η απουσία συγκεκριμένων δικαιολογητικών δεν αρκεί για την απόρριψη της απαλλαγής, εφόσον υπάρχουν άλλα στοιχεία που αποδεικνύουν την πραγματική μεταφορά των αγαθών.
Αυτή η εξέλιξη έχει άμεσο αντίκτυπο στις ελληνικές επιχειρήσεις και τις φορολογικές αρχές.
Η Απόφαση του ΔΕΕ που Ανατρέπει τα Δεδομένα στον ΦΠΑ
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) εξέδωσε πρόσφατα μια πολύ σημαντική απόφαση (υπόθεση C-639/24) που αναμένεται να επηρεάσει άμεσα τον τρόπο με τον οποίο οι φορολογικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών, χειρίζονται τις ενδοκοινοτικές παραδόσεις αγαθών και τις απαλλαγές ΦΠΑ.
Η κρίση του Δικαστηρίου υπογραμμίζει ότι η ουσία υπερισχύει της τυπικότητας, ένα μήνυμα ζωτικής σημασίας για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εντός της ΕΕ.
Η Υπόθεση C-639/24 και η Ερμηνεία του Άρθρου 45α
Στην εξεταζόμενη υπόθεση, μια κροατική εταιρία πραγματοποίησε πώληση ξυλείας σε πελάτη της Σλοβενίας. Παρά την προσκόμιση τιμολογίων και δελτίων μεταφοράς, οι τοπικές φορολογικές αρχές αρνήθηκαν την απαλλαγή ΦΠΑ, επικαλούμενες την απουσία συγκεκριμένων δικαιολογητικών που προβλέπονται από το άρθρο 45α του Εκτελεστικού Κανονισμού για τις ενδοκοινοτικές παραδόσεις.
Η προσέγγιση αυτή, όπως παρατηρήσαμε, είναι συχνή και σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, όπου η αυστηρή προσήλωση στην τυπική τεκμηρίωση μπορεί να οδηγήσει σε άδικες απορρίψεις.
Το ΔΕΕ, ωστόσο, έκρινε ότι οι φορολογικές αρχές δεν μπορούν να αρνηθούν την απαλλαγή ΦΠΑ αποκλειστικά λόγω της έλλειψης συγκεκριμένων εγγράφων. Η απόφαση τονίζει ότι το άρθρο 45α θεσπίζει ένα «βοηθητικό τεκμήριο», το οποίο διευκολύνει την απόδειξη, αλλά δεν περιορίζει τα μέσα απόδειξης που μπορεί να προσκομίσει μια επιχείρηση.
Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και αν δεν υπάρχουν όλα τα τυπικά έγγραφα, οι αρχές οφείλουν να εξετάζουν όλα τα διαθέσιμα στοιχεία που αποδεικνύουν την πραγματική μεταφορά των αγαθών σε άλλο κράτος-μέλος.
Τι Πρέπει να Ξέρετε για τη Νέα Απόφαση
- Η απουσία συγκεκριμένων δικαιολογητικών του άρθρου 45α δεν αρκεί από μόνη της για την απόρριψη της απαλλαγής ΦΠΑ.
- Οι φορολογικές αρχές οφείλουν να αξιολογούν το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζει η επιχείρηση.
- Το άρθρο 45α λειτουργεί ως «βοηθητικό τεκμήριο», όχι ως αποκλειστικός κατάλογος απαιτούμενων εγγράφων.
- Η πραγματική μεταφορά των αγαθών σε άλλο κράτος-μέλος είναι το κρίσιμο στοιχείο για την αναγνώριση της απαλλαγής.
Τι Σημαίνει Αυτό για τις Ελληνικές Επιχειρήσεις και τους Ελέγχους
Η απόφαση του ΔΕΕ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα, καθώς η χώρα μας, όπως και όλα τα κράτη-μέλη, εφαρμόζει το ίδιο ενωσιακό πλαίσιο για τις ενδοκοινοτικές παραδόσεις. Έχουμε παρατηρήσει στην πράξη ότι πολλές ελληνικές επιχειρήσεις έχουν αντιμετωπίσει στο παρελθόν δυσκολίες ή αυστηρούς ελέγχους, όπου η απαλλαγή ΦΠΑ απορρίφθηκε λόγω τυπικών ελλείψεων στα δικαιολογητικά.
Αυτή η απόφαση έρχεται να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να ενισχύσει τη θέση των επιχειρήσεων.
Πιστεύουμε ότι η απόφαση αυτή θα επηρεάσει σημαντικά τον τρόπο διεξαγωγής των φορολογικών ελέγχων στην Ελλάδα. Η φορολογική διοίκηση θα υποχρεωθεί πλέον να υιοθετήσει μια πιο ολιστική προσέγγιση, αξιολογώντας συνολικά όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο τα έγγραφα που προβλέπει το άρθρο 45α.
Αυτό προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου στις επιχειρήσεις και μειώνει τον κίνδυνο άδικων επιβαρύνσεων ΦΠΑ.
Προοπτικές για τους Φορολογικούς Ελέγχους στην Ελλάδα
Η εκτίμησή μας είναι ότι η απόφαση του ΔΕΕ σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή φιλοσοφίας στους φορολογικούς ελέγχους ενδοκοινοτικών συναλλαγών. Οι ελληνικές φορολογικές αρχές θα πρέπει να προσαρμόσουν τις πρακτικές τους, δίνοντας έμφαση στην ουσιαστική απόδειξη της μεταφοράς των αγαθών και όχι μόνο στην τυπική πληρότητα των εγγράφων.
Προτείνουμε στις επιχειρήσεις να διατηρούν όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία (π.χ., συμβάσεις, αποδεικτικά πληρωμών, επικοινωνίες) που μπορούν να επιβεβαιώσουν την ενδοκοινοτική παράδοση, πέραν των τυπικών δικαιολογητικών. Αυτό θα ενισχύσει τη θέση τους σε περίπτωση ελέγχου και θα διασφαλίσει την ορθή εφαρμογή της απαλλαγής ΦΠΑ.