Στη δημόσια και επιχειρηματική συζήτηση επανέρχεται η βασική απορία για το αν οι εταιρικές δεσμεύσεις υπηρετούν την ουσία της ευθύνης ή απλώς τηρούν κανόνες. Η μετατόπιση από το αρχικό μήνυμα του CSR ως πέρα από τη συμμόρφωση προς έναν έμφαση στα ρυθμιστικά πλαίσια συχνά έχει αφήσει κενό στην ηθική ευθύνη, ενώ παράλληλα εγείρεται ζήτημα για τα ESG κριτήρια που επικράτησαν μετά το 2020.
Αποσύνδεση της ευθύνης από τη συμμόρφωση
Διεθνή πρότυπα και στόχοι έφεραν κοινό λεξιλόγιο, όμως η εφαρμογή τους στην πράξη δεν εξασφάλισε πάντοτε την εμβάθυνση της εταιρικής ηθικής· συχνά περιορίζονται σε μετρήσιμους δείκτες και τεχνοκρατικά εργαλεία. Στο πλαίσιο αυτό οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης παρέχουν κατεύθυνση, αλλά η μεταφορά τους στην καθημερινή κουλτούρα απαιτεί άλλη προσέγγιση από την απλή συμμόρφωση.
Παράλληλα, φορείς όπως ο ΟΗΕ και η ΕΕ προσέφεραν βάσεις για δεσμεύσεις που έγιναν πρότυπα, ωστόσο πολλές εταιρείες υιοθέτησαν πρακτικές κυρίως για λόγους συμμόρφωσης. Η συμπεριφορά αυτή δείχνει ότι το Οικουμενικό Σύμφωνο και συναφή πλαίσια χρειάζονται συμπληρωματικές πολιτικές που ενισχύουν την κουλτούρα και όχι μόνο τις εκθέσεις, όπως αποτυπώνεται και στην εφαρμογή του Οικουμενικό Σύμφωνο.
Ηγεσία και διάχυση της ευθύνης
Η ρητορική του «όλοι είμαστε ηγέτες» οδήγησε στην εξάπλωση μιας συλλογικής ευθύνης που πολλές φορές σημαίνει απουσία συγκεκριμένης ανάληψης. Σε αυτό το περιβάλλον αναδύεται ένας αναλώσιμος ρόλος στη διοίκηση, ο οποίος εξυπηρετεί διαδικασίες και όχι την πολιτισμική ριζοσπαστικότητα που απαιτείται για βιώσιμες αλλαγές, ενώ η λογική της διάχυσης συγκαλύπτει την ανάγκη για πρόσωπα με σαφή ευθύνη.
Στον δημόσιο διάλογο έχει αναδειχθεί ο ρόλος των χρηματοοικονομικών στελεχών στη βιωσιμότητα, με επιχειρήσεις να ενσωματώνουν τον οικονομικό σχεδιασμό στις ESG αποφάσεις· ωστόσο παραμένει κρίσιμο το ερώτημα για το κατά πόσον οι οικονομικές προτεραιότητες υπερτερούν της δημοσίου συμφέροντος, ειδικά όταν αποφάσεις καθορίζονται από CFOs ρόλος με περιορισμένη αυτονομία.
Σε μεγάλες πολυεθνικές η έδρα και τα επενδυτικά κεφάλαια συχνά κατευθύνουν επιλογές, με αποτέλεσμα οι τοπικές κοινότητες να μη συμμετέχουν ουσιαστικά στη χάραξη πολιτικών. Η πίεση για απόδοση από απρόσωπα κεφάλαια αλλάζει την ιεράρχηση των στόχων και εξασθενεί την τοπική κουλτούρα και τις ανάγκες, όπως προκύπτει από πρακτικές που φαίνονται στη λειτουργία των επιχειρήσεων με παγκόσμια διάσταση, ενώ ο ρόλος των επενδυτικά funds γίνεται καθοριστικός.
Πρακτικές εικόνας και οικονομικοί στόχοι
Η επικοινωνιακή χρήση της βιωσιμότητας έχει πολλαπλές όψεις: από στοχευμένα δημοσιεύματα μέχρι πολιτικές που περιορίζονται στη δημιουργία εικόνας, αποδυναμώνοντας την πραγματική περιβαλλοντική και κοινωνική αποτίμηση. Πολλές επιχειρήσεις προτιμούν την εξωτερική εικόνα αντί της ουσίας, μετατρέποντας τη εταιρική έκθεση σε αυτοσκοπό αντί για μέσο αλλαγής, ενώ τέτοιες πρακτικές διευκολύνουν την επιφανειακή παρουσία.
Στην ίδια κατεύθυνση, η αγορά αντισταθμίσεων άνθρακα χρησιμοποιείται από εταιρείες για να εξισορροπήσουν εκπομπές χωρίς να αλλάσσουν παραγωγικές συνήθειες, και αυτό λειτουργεί πολλές φορές ως κάλυμμα για συνεχιζόμενες επιβαρύνσεις. Επιπλέον, οργανισμοί με προκλητική κερδοφορία που δεν αναδιανέμουν πλούτο συχνά αξιοποιούν φιλανθρωπικά αφηγήματα για επικοινωνιακά οφέλη.
Ολιστικός Πολιτισμός για βιώσιμη επιχειρηματικότητα
Η επαναφορά σε μια ηθική αφετηρία απαιτεί να επανεξεταστούν οι αξίες που στηρίζουν την επιχειρηματική συμπεριφορά και να δοθεί βαρύτητα στην πολιτιστική συνέχεια ως στοιχείο ανθεκτικότητας. Μια τέτοια προσέγγιση, που θα ονομαστεί Ολιστικός Πολιτισμός, συνδέει την παραγωγική λειτουργία με την κοινωνική συνοχή και την προστασία της κληρονομιάς.
Η έμφαση στις διασυνδέσεις μεταξύ στόχων και στην πρακτική εφαρμογή των SDGs απαιτεί Ηγέτες Βιωσιμότητας που θα αναλάβουν καθημερινές δεσμεύσεις, όπως αναφέρει ο Γιάννης Ρούντος, πρώην στέλεχος με έργο σε εταιρικές υποθέσεις και επικοινωνία. Η προσέγγιση αυτή αναδεικνύει τον 17ος Στόχος SDGs ως κόμβο που μπορεί να ενώσει κοινωνία, επιχειρήσεις και θεσμούς προς όφελος της ευημερίας.
Η πρακτική μετάβαση απαιτεί πρόσωπα με σαφή ρόλο και αποφασιστικότητα, ώστε οι πολιτικές να μετατρέπονται σε βιώσιμα αποτελέσματα και όχι σε επαναλαμβανόμενα τσεκλίστ· μόνο έτσι μπορεί να αποκατασταθεί η εμπεδωμένη ευθύνη στην καθημερινή λειτουργία των οργανισμών.