Η Ρωσία και η Κίνα πραγματοποίησαν εντατικές συνομιλίες στη Μόσχα την Πέμπτη 20 Νοεμβρίου, εστιάζοντας στην αντιπυραυλική άμυνα και τη στρατηγική σταθερότητα. Οι δύο χώρες συμφώνησαν να ενισχύσουν τη συνεργασία τους σε αυτούς τους τομείς, όπως ανακοίνωσε το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών.
Οι συζητήσεις έλαβαν χώρα εν μέσω διεθνών ανησυχιών για τα σχέδια του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, σχετικά με την ανάπτυξη αντιπυραυλικής ασπίδας και την επανέναρξη πυρηνικών δοκιμών.
Αυτή η εξέλιξη έρχεται σε μια περίοδο αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων, καθώς τόσο η Μόσχα όσο και το Πεκίνο εκφράζουν διαρκώς την ανησυχία τους για τα σχέδια του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, να αναπτύξει μια «Χρυσή Ασπίδα» αντιπυραυλικής άμυνας και την πρόθεσή του να επαναλάβει τις δοκιμές πυρηνικών όπλων μετά από τρεις δεκαετίες παύσης.
Το παρασκήνιο των συνομιλιών υπογραμμίζει την κοινή επιθυμία των δύο δυνάμεων να αντιμετωπίσουν αυτό που θεωρούν αποσταθεροποιητικούς παράγοντες στην παγκόσμια ασφάλεια.
Οι συζητήσεις σε βάθος και οι κοινές ανησυχίες
Το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών δήλωσε ότι πραγματοποιήθηκε μια «σε βάθος συζήτηση», η οποία περιλάμβανε μια κοινή ανάλυση των σχετικών αποσταθεροποιητικών παραγόντων που δημιουργούν στρατηγικούς κινδύνους για την παγκόσμια και περιφερειακή ασφάλεια. Οι δύο πλευρές αντάλλαξαν επίσης απόψεις για τους τρόπους ελαχιστοποίησης αυτών των κινδύνων.
Το υπουργείο δεν αποκάλυψε λεπτομέρειες των συζητήσεων, αλλά τόνισε την αμοιβαία ικανοποίηση για το επίπεδο και την ποιότητα του διμερούς διαλόγου και της αλληλεπίδρασης, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευσή τους για περαιτέρω ενίσχυση της συνεργασίας.
Η πυρηνική ισορροπία και οι προκλήσεις
Οι συνομιλίες πραγματοποιήθηκαν εν μέσω των δηλωμένων προθέσεων του Τραμπ να επιδιώξει την «αποπυρηνικοποίηση» τόσο με τη Ρωσία όσο και με την Κίνα. Ωστόσο, το Πεκίνο έχει επανειλημμένα απορρίψει τις προσπάθειες της Ουάσιγκτον να το εμπλέξει σε διάλογο για τα πυρηνικά όπλα.
Η Κίνα, από την πλευρά της, αυξάνει ταχύτατα τα αποθέματά της σε πυρηνικά όπλα, αλλά έχει εκφράσει ελάχιστο ενδιαφέρον να διαπραγματευτεί με τη Ρωσία και τις ΗΠΑ, των οποίων τα τρέχοντα οπλοστάσια είναι πολύ μεγαλύτερα.
Αυτό που ανησυχεί τους διεθνείς αναλυτές και τους παρατηρητές της στρατηγικής ασφάλειας είναι η πιθανή κλιμάκωση μιας νέας κούρσας εξοπλισμών, καθώς οι κινήσεις των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας δημιουργούν ένα περίπλοκο πλέγμα αβεβαιότητας. Η αδυναμία επίτευξης διαλόγου για τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων θεωρείται σημαντικός κίνδυνος για την παγκόσμια σταθερότητα.
Η επόμενη μέρα για τη στρατηγική σταθερότητα
Το τελευταίο εναπομείναν σύμφωνο μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο περιορίζει τον αριθμό των στρατηγικών πυρηνικών κεφαλών και στις δύο πλευρές, πρόκειται να λήξει τον Φεβρουάριο. Ο Τραμπ δεν έχει ακόμη απαντήσει επίσημα στην πρόταση της Μόσχας να παραταθούν τα όρια για ένα έτος, προκειμένου να επιτραπούν διαπραγματεύσεις για μια αντικατάσταση, οι οποίες δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει.
Η απουσία προόδου σε αυτό το μέτωπο προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο πολυπλοκότητας στην ήδη τεταμένη κατάσταση της παγκόσμιας πυρηνικής ασφάλειας.