Η ΕΕ εξετάζει τη δυνατότητα προσωρινής λύσης για να διατηρήσει τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας στις αρχές του 2026, εφόσον καθυστερήσει η συμφωνία για δάνειο βασισμένο σε ακινητοποιημένα ρωσικά κεφάλαια, όπως μετέδωσε το Reuters από τη Σόφια.
Πρόταση της Κομισιόν
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εισηγηθεί να χρησιμοποιηθεί το διαθέσιμο ταμειακό υπόλοιπο που προκύπτει από την ωρίμανση στοιχείων της ρωσικής κεντρικής τράπεζας στην Ευρώπη, κυρίως στο Euroclear του Βελγίου, ως βάση για ένα δάνειο που θα στηρίξει τις ανάγκες του 2026 και 2027.
Το σχέδιο, γνωστό ως Reparations Loan, προβλέπει χρηματοδότηση έως και 140 δισεκατομμύρια ευρώ, αλλά προϋποθέτει συμφωνία των κρατών-μελών, κάτι που δεν εξασφαλίστηκε στη σύνοδο της 23ης Οκτωβρίου όπου δεν δόθηκε σαφής εντολή για προώθηση.
Αιτήματα και επιφυλάξεις του Βελγίου
Το Βέλγιο ζητεί από τα άλλα κράτη της ΕΕ να προσφέρουν εγγυήσεις για τη ρευστότητα σε περίπτωση που τα ακινητοποιημένα αποθεματικά επιστραφούν αιφνιδίως στη Μόσχα, κάτι που αποτελεί βασικό όρο για την έγκριση της πρότασης.
Επίσης, το Βέλγιο ζητά να συμμετάσχουν και άλλες χώρες που κατέχουν ρωσικά περιουσιακά στοιχεία και να μοιραστούν ενδεχόμενα νομικά έξοδα σε αγωγές κατά του κράτους, ενώ απαιτείται από την Επιτροπή μια στέρεη νομική βάση για το πλαίσιο.
Χρονοδιάγραμμα και κίνδυνος χρηματοδότησης
Ο Ευρωπαίος Επίτροπος Valdis Dombrovskis ανέφερε ότι η αρχική προσδοκία ήταν να ξεκινήσει η εκταμίευση στις αρχές του δεύτερου τριμήνου του επόμενου έτους, αλλά κάθε νέα καθυστέρηση επιβαρύνει την υλοποίηση.
Ο ίδιος προειδοποίησε ότι σε περίπτωση που συνεχιστούν οι καθυστερήσεις ίσως χρειαστεί μια προσωρινή λύση, χωρίς όμως να παραθέσει λεπτομέρειες, υπογραμμίζοντας ότι η Ουκρανία χρειάζεται κεφάλαια για όπλα και τακτικό προϋπολογισμό.
Σουηδία και Φινλανδία έχουν εκτιμήσει ότι τα μη καλυπτόμενα χρηματοδοτικά κενά της Ουκρανίας για το διάστημα 2026-2027 φτάνουν περίπου 130 δισεκατομμύρια ευρώ, μια εκτίμηση που περιλαμβάνεται στη συζήτηση για τη βιωσιμότητα της πρότασης.
Η Κομισιόν εκτιμά περαιτέρω ότι η Ουκρανία μπορεί να αρχίσει να αντιμετωπίζει έλλειμμα ρευστότητας πριν την έναρξη του δεύτερου τριμήνου του 2026, γεγονός που αυξάνει την πίεση για ταχύτερες αποφάσεις ή εναλλακτικές προσωρινές ρυθμίσεις.