- Η επέκταση των ΑΠΕ και η απόσυρση συμβατικών μονάδων αυξάνουν τις απαιτήσεις για επάρκεια ισχύος στην ΕΕ.
- Οι εθνικοί μηχανισμοί ισχύος, που πληρώνουν για διαθεσιμότητα, εξελίσσονται σε μόνιμο εργαλείο.
- Η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των κρατών-μελών απειλεί την ενοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας.
- Ο κατακερματισμός μπορεί να οδηγήσει σε υπερεπενδύσεις, αναποτελεσματικότητα και αυξημένο κόστος για τους καταναλωτές.
- Η συνεργασία σε περιφερειακό επίπεδο είναι κρίσιμη για τη μείωση του κόστους και την ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού.
Η ραγδαία επέκταση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), σε συνδυασμό με την απόσυρση πυρηνικών και λιγνιτικών μονάδων, οδηγεί σε αυξημένες απαιτήσεις για επάρκεια ισχύος στην Ευρώπη. Ως απάντηση, πολλά κράτη-μέλη θεσπίζουν εθνικούς μηχανισμούς ισχύος, πληρώνοντας για τη διαθεσιμότητα μονάδων παραγωγής, κάτι που όμως κινδυνεύει να διχάσει την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας.
Αυτή η εξέλιξη έρχεται ως συνέχεια της ευρύτερης προσπάθειας της Ευρώπης για ενεργειακή μετάβαση, με την αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ να δημιουργεί νέες προκλήσεις για την ασφάλεια εφοδιασμού. Η ανάγκη για σταθερή παροχή ενέργειας, ειδικά σε περιόδους χαμηλής ηλιοφάνειας ή άπνοιας, ωθεί τις κυβερνήσεις να αναζητήσουν λύσεις, με τους μηχανισμούς ισχύος να εξελίσσονται από προσωρινά εργαλεία σε μόνιμο συστατικό της αγοράς ηλεκτρισμού.
Ο ρόλος των μηχανισμών ισχύος και η εξάπλωσή τους
Οι μηχανισμοί ισχύος αποτελούν συστήματα όπου οι μονάδες παραγωγής, αποθήκευσης ή ευέλικτης ζήτησης αμείβονται για τη δέσμευσή τους να είναι διαθέσιμες, ανεξάρτητα από την πραγματική παραγωγή ενέργειας. Αυτό το συμπληρωματικό εργαλείο πληρωμής για διαθεσιμότητα κρίνεται απαραίτητο, καθώς οι τιμές στην χονδρεμπορική αγορά, με το ενιαίο πλαφόν τιμών σε όλη την ΕΕ, δεν επαρκούν πάντα για να στηρίξουν νέες επενδύσεις σε περιόδους σπανιότητας.
Η δραματική επέκταση των ΑΠΕ, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη απόσυρση πυρηνικών και λιγνιτικών μονάδων, έχει αυξήσει σημαντικά τις απαιτήσεις για επάρκεια ισχύος.
Ήδη, χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Πολωνία, το Βέλγιο και η Φινλανδία έχουν καθιερώσει τέτοιους μηχανισμούς. Επιπλέον, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Σουηδία και η Τσεχία εξετάζουν ενεργά την εισαγωγή τους. Το Βερολίνο, συγκεκριμένα, μετά από μακροχρόνιους δισταγμούς, βρίσκεται κοντά στη δημιουργία αγοράς ισχύος, καθώς εκτιμήσεις δείχνουν ότι η χώρα θα χρειαστεί σημαντική νέα συμβατική ισχύ μέχρι τη δεκαετία του 2030 για να καλύψει την αυξανόμενη ζήτηση και να επιτύχει την απολιγνιτοποίηση.
Ο κίνδυνος του κατακερματισμού και οι οικονομικές επιπτώσεις
Η ταχεία εξάπλωση εθνικών μηχανισμών, χωρίς επαρκή συντονισμό, δημιουργεί ένα όλο και πιο κατακερματισμένο τοπίο που απειλεί να αναιρέσει τις προόδους ετών στην ενοποίηση των ευρωπαϊκών αγορών ενέργειας. Οι ειδικοί εκφράζουν ανησυχίες ότι η απουσία κοινού πλαισίου μπορεί να οδηγήσει σε υπερεπενδύσεις, αναποτελεσματικό σχεδιασμό και αδικαιολόγητο κόστος για τους καταναλωτές.
Αυτό, με τη σειρά του, αναμένεται να μειώσει τον ανταγωνισμό και τη διαφάνεια στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας.
Οι εθνικοί μηχανισμοί παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές: άλλοι λειτουργούν ως «στρατηγικό απόθεμα», άλλοι μέσω μειοδοτικών διαγωνισμών, ενώ κάποιοι εφαρμόζουν πλήρεις αγορές ισχύος. Οι κανόνες διαφέρουν σε κρίσιμα σημεία, όπως η συμμετοχή, η πιστοποίηση διαθεσιμότητας, η χρονική κάλυψη των συμβάσεων και η αποτίμηση της διασυνοριακής συνεισφοράς.
Αυτή η έλλειψη κοινών προτύπων ενθαρρύνει χώρες να υπολογίζουν τις ανάγκες τους με βάση εθνικά σενάρια, αγνοώντας τη συμβολή των γειτόνων και δημιουργώντας κίνητρα «τζαμπατζισμού». Η συμμετοχή μονάδων από μία χώρα στον μηχανισμό άλλης αποδεικνύεται δύσκολη και ασύμφορη, είτε λόγω κόστους διασυνοριακής ικανότητας είτε λόγω αβεβαιότητας στη διαχείριση δικτύου σε περιόδους κρίσης.
Η ανάγκη για συντονισμό και οι προκλήσεις
Αυτό που ανησυχεί τους αναλυτές είναι η απώλεια των οφελών της ενοποιημένης αγοράς. Μοντέλα κοινού ή συντονισμένου μηχανισμού ισχύος θα μπορούσαν να μειώσουν ουσιαστικά το συνολικό κόστος επάρκειας και να ενισχύσουν την ασφάλεια εφοδιασμού, επιτρέποντας στις χώρες να αξιοποιούν αποδοτικότερα το χαρτοφυλάκιο παραγωγής των γειτόνων τους.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η περιφερειακή συνεργασία θα μπορούσε να περιορίσει την ανάγκη για νέες επενδύσεις και να αποφύγει τις «διπλές» επάρκειες.
Ωστόσο, η υιοθέτηση μιας τέτοιας προσέγγισης απαιτεί πολιτική τόλμη. Τα κράτη-μέλη διστάζουν να αποδεχθούν ότι πληρωμές μπορεί να ενισχύσουν παραγωγούς σε άλλη χώρα ή ότι εγχώριες μονάδες θα αξιοποιηθούν πρωτίστως για την κάλυψη αναγκών στο εξωτερικό.
Οι τεχνικές απαιτήσεις είναι επίσης σημαντικές, καθώς ένα κοινό σύστημα απαιτεί κοινή αξιολόγηση επάρκειας, σαφείς κανόνες για τον διαμοιρασμό ενέργειας σε περιόδους σπανιότητας, συγκρίσιμα προϊόντα ισχύος και θεσμικούς φορείς για την εφαρμογή των συμφωνιών.
Η επόμενη μέρα για την ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας
Ειδικοί προτείνουν μια σταδιακή προσέγγιση, ξεκινώντας από τη βασική σύγκλιση μεθοδολογιών, προχωρώντας σε συντονισμό μεμονωμένων μηχανισμών και καταλήγοντας στην προαιρετική δημιουργία περιφερειακών αγορών ισχύος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με αυτές τις προτάσεις, θα μπορούσε να καταστήσει τη διασυνοριακή συνεργασία προϋπόθεση για την έγκριση εθνικών μέτρων κρατικής ενίσχυσης.
Η επιλογή είναι σαφής: είτε η Ευρώπη θα προχωρήσει προς μια ενιαία, πιο αποδοτική ενεργειακή αγορά, είτε θα επιστρέψει σε ένα μωσαϊκό απομονωμένων εθνικών συστημάτων, με υψηλότερο κόστος και μειωμένη ασφάλεια για τους καταναλωτές και τη βιομηχανία.