Με αίσθημα ικανοποίησης υποδέχθηκαν Ουκρανία και Ευρωπαϊκή Ένωση την ανακοίνωση των νέων, σκληρών κυρώσεων της κυβέρνησης Τραμπ κατά των δύο μεγαλύτερων πετρελαϊκών κολοσσών της Ρωσίας. Η κίνηση της Ουάσινγκτον, η οποία σηματοδοτεί την πρώτη φορά που ο Ντόναλντ Τραμπ επιβάλλει κυρώσεις σε βάρος της Μόσχας, αποτελεί ένα ισχυρό μήνυμα πίεσης προς τη Ρωσία με σκοπό την ενίσχυση των διαπραγματεύσεων για εκεχειρία.
Στο στόχαστρο οι κολοσσοί του ρωσικού πετρελαίου
Η απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης, η οποία ανακοινώθηκε την Τετάρτη, στοχεύει απευθείας τις εταιρείες Rosneft και Lukoil, μαζί με δεκάδες θυγατρικές τους. Οι κυρώσεις αυτές έρχονται σε μια χρονική στιγμή που ο Πρόεδρος Τραμπ είχε δηλώσει μόλις μια εβδομάδα νωρίτερα ότι επρόκειτο να συναντηθεί με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουγγαρία, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι ο Ρώσος ηγέτης ήταν έτοιμος για ειρήνη.
«Απλά ένιωσα ότι ήταν η ώρα», δήλωσε ο Τραμπ, υπογραμμίζοντας τη στρατηγική σημασία της απόφασης.
Η κίνηση αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών ερμηνεύεται ως μια προσπάθεια να αυξηθεί η πίεση στη Μόσχα, ώστε να λάβει πιο σοβαρά υπόψη τις συνομιλίες για εκεχειρία. Ο χρονισμός είναι αξιοσημείωτος, καθώς ήδη η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμαζόταν να εγκρίνει το 19ο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας, κάτι που τελικά αναμένεται να γίνει την Πέμπτη, μετά την άρση της αντίθεσης της Σλοβακίας.
Θερμή υποδοχή σε Κίεβο και Βρυξέλλες
Στην Ουκρανία, ο ενθουσιασμός ήταν εμφανής. Ο Πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι χαρακτήρισε τις αμερικανικές κυρώσεις «σαφές μήνυμα ότι η παράταση του πολέμου και η εξάπλωση του τρόμου έχουν κόστος». Πρόσθεσε δε, πως πρόκειται για ένα «δίκαιο και απολύτως άξιο βήμα», τονίζοντας ότι η πίεση στη Ρωσία είναι ο μόνος αποτελεσματικός δρόμος για την επίτευξη της ειρήνης, με τις κυρώσεις να αποτελούν ένα από τα βασικά της συστατικά.
Παρόμοιο κλίμα επικράτησε και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, χαιρέτισε την απόφαση του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών να επιβάλει κυρώσεις στις μεγάλες ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες, δηλώνοντας ότι «αυτό είναι ένα σαφές μήνυμα και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού ότι θα συνεχίσουμε τη συλλογική πίεση στον επιτιθέμενο».
Η έκταση των μέτρων και ο οικονομικός αντίκτυπος
Ο ειδικός απεσταλμένος της Ουκρανίας για τις κυρώσεις, Βλάντισλαβ Βλάσιουκ, υπογράμμισε την ολιστική φύση των νέων μέτρων. «Η ομορφιά αυτής της απόφασης έγκειται στην περιεκτικότητά της. Ολόκληρη η πετρελαϊκή υποδομή υπόκειται σε κυρώσεις, όπως θα έπρεπε να είναι», δήλωσε, προβλέποντας ότι ο αντίκτυπος θα είναι «μεγάλος και γρήγορος».
Οι κυρώσεις δεν περιορίζονται μόνο στις Lukoil και Rosneft, αλλά επεκτείνονται σε δεκάδες θυγατρικές τους.
Αυτές οι θυγατρικές καλύπτουν όλους τους βασικούς κρίκους της επιχειρηματικής δραστηριότητας πετρελαίου και φυσικού αερίου: από την εξερεύνηση, την παραγωγή και τη μεταφορά, μέχρι την επεξεργασία, το εμπόριο και τις υπηρεσίες. Η Rosneft, για παράδειγμα, αντιπροσωπεύει περίπου το 40% της παραγωγής πετρελαίου της Ρωσίας και το 14% της παραγωγής φυσικού αερίου, ενώ αποτελεί τον κύριο συντελεστή στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, έχοντας καταβάλει 6,1 τρισεκατομμύρια ρούβλια σε φόρους το 2024.
Η εταιρεία διαθέτει επίσης έναν στόλο τουλάχιστον 39 πλοίων, γεγονός που αναδεικνύει το εύρος των μέτρων.
Διπλωματικά μηνύματα και μελλοντικές προοπτικές
Ο Βλάντισλαβ Βλάσιουκ έκανε επίσης αναφορά σε προηγούμενες προσπάθειες συνεργασίας, σημειώνοντας ότι οι Lukoil, Rosneft και άλλες εταιρείες ετοίμαζαν προτάσεις συνεργασίας για τις ΗΠΑ λίγο πριν από τη σύνοδο κορυφής του Άνκορατζ. «Αυτό προσθέτει ενδιαφέρον σε αυτή τη συγκεκριμένη λύση», σχολίασε ο Βλάσιουκ, υποδηλώνοντας ότι οι κυρώσεις ήρθαν σε μια απροσδόκητη στιγμή για τις ρωσικές εταιρείες.
Η Ουκρανία βλέπει την κίνηση των ΗΠΑ ως ένα άνοιγμα, με τον Βλάσιουκ να δηλώνει ότι «οι κυρώσεις των ΗΠΑ ανοίγουν το κουτί της Πανδώρας. Εργαζόμαστε για να έχουμε περισσότερα». Αυτή η δήλωση προμηνύει την επιθυμία του Κιέβου για περαιτέρω σκλήρυνση των μέτρων κατά της Ρωσίας, ελπίζοντας ότι η συλλογική πίεση θα οδηγήσει σε ταχύτερη επίλυση της σύγκρουσης.