Οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν την αναστολή των εμπορικών συνομιλιών με την Ταϊλάνδη, μια κίνηση που συνδέεται άμεσα με την άρνηση της Μπανγκόκ να επιβεβαιώσει τη δέσμευσή της για την εκεχειρία με την Καμπότζη. Η απόφαση αυτή, που κοινοποιήθηκε μέσω επιστολής από το Γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ (USTR), δημιουργεί νέα δεδομένα στις διμερείς σχέσεις και θέτει υπό αμφισβήτηση το μέλλον των εμπορικών συμφωνιών.
Η Αιτία της Αναστολής των Συνομιλιών
Η αναστολή των εμπορικών συνομιλιών μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ταϊλάνδης αποτελεί άμεση συνέπεια της κλιμάκωσης των εντάσεων στα σύνορα της Ταϊλάνδης με την Καμπότζη. Η Μπανγκόκ είχε ανακοινώσει νωρίτερα την αναστολή της συμφωνίας εκεχειρίας που είχε μεσολαβήσει η Ουάσιγκτον, επικαλούμενη καταγγελλόμενες παραβιάσεις από την πλευρά της Πνομ Πενχ.
Συγκεκριμένα, η Ταϊλάνδη ζήτησε επίσημη συγγνώμη από την Καμπότζη για το περιστατικό με τις νάρκες που φέρεται να τραυμάτισαν Ταϊλανδούς στρατιώτες, ισχυρισμούς που η Καμπότζη αρνείται κατηγορηματικά. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε σε μια επιστολή από το Γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ (USTR), η οποία επιβεβαίωνε την αναστολή των συνομιλιών μέχρι η Ταϊλάνδη να επαναβεβαιώσει τη δέσμευσή της στην κοινή δήλωση εκεχειρίας.
Η συγκεκριμένη διαμάχη δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό, αλλά εντάσσεται σε ένα μακροχρόνιο ιστορικό συνοριακών εντάσεων μεταξύ Ταϊλάνδης και Καμπότζης, οι οποίες συχνά αναζωπυρώνονται και απαιτούν διεθνή παρέμβαση. Η εμπλοκή των ΗΠΑ ως μεσολαβητή στην εκεχειρία υπογραμμίζει τη σημασία της σταθερότητας στην περιοχή για τα ευρύτερα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της Ουάσιγκτον.
Τεχνικά, η αναστολή των εμπορικών συνομιλιών λειτουργεί ως μοχλός πίεσης, καθώς οι ΗΠΑ επιδιώκουν να διασφαλίσουν την τήρηση των συμφωνιών που έχουν συμβάλει στη σύναψή τους, αναγνωρίζοντας ότι η περιφερειακή αστάθεια μπορεί να επηρεάσει αρνητικά και τις δικές τους εμπορικές σχέσεις.
Οι Όροι και οι Διπλωματικές Κινήσεις
Η επιστολή του USTR, την οποία έλαβε το Υπουργείο Εξωτερικών της Ταϊλάνδης την Παρασκευή το βράδυ, ήταν σαφής: οι εμπορικές διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να ξαναρχίσουν μόλις η Ταϊλάνδη επαναβεβαιώσει τη δέσμευσή της για την εφαρμογή της κοινής δήλωσης εκεχειρίας με την Καμπότζη.
Αυτό έρχεται σε συνέχεια ενός πλαισίου αμοιβαίου εμπορίου που ανακοινώθηκε τον προηγούμενο μήνα, το οποίο προέβλεπε τη διατήρηση ενός δασμού 19% στις ταϊλανδικά προϊόντα από τις ΗΠΑ, ενώ παράλληλα εξετάζονταν προϊόντα για πιθανή προσαρμογή ή μηδενισμό των δασμών.
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τους ηγέτες της Ταϊλάνδης και της Καμπότζης την Παρασκευή το βράδυ, μετά την επανέναρξη των συνοριακών εντάσεων αυτή την εβδομάδα, δηλώνοντας ότι «θα είναι εντάξει». Ωστόσο, στην ανακοίνωση του Τραμπ δεν υπήρχε καμία αναφορά στην επιστολή του USTR για την αναστολή των εμπορικών συνομιλιών, ούτε και στις ιστοσελίδες του USTR ή του Λευκού Οίκου, όπου συνήθως δημοσιεύονται ειδήσεις για εμπορικές συνομιλίες με άλλες χώρες.
Ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών, Νικονρντέι Μπαλανκούρα, δήλωσε ότι ο Πρωθυπουργός της Ταϊλάνδης, Ανούτιν Τσαρνβιρακούλ, εξήγησε το ζήτημα στον Τραμπ κατά τη διάρκεια της κλήσης τους, με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ να «εκφράζει την κατανόησή του». Σε ανάρτησή του στο Facebook μετά την κλήση, ο Ανούτιν ανέφερε ότι ζήτησε από τον Τραμπ μείωση του δασμού 19% στα ταϊλανδικά αγαθά.
Ο Τραμπ απάντησε ότι ο δασμός ήταν ήδη χαμηλός, αλλά θα εξέταζε το αίτημα εάν η απομάκρυνση των ναρκών κατά μήκος των συνόρων με την Καμπότζη ολοκληρωνόταν γρήγορα. Αυτό δείχνει μια σαφή σύνδεση μεταξύ της επίλυσης της συνοριακής διαμάχης και των οικονομικών προνομίων που επιδιώκει η Ταϊλάνδη, μια τακτική που θυμίζει τις ευρύτερες εμπορικές συμφωνίες που επιδιώκει η Ουάσιγκτον στην περιοχή.
Επιπτώσεις στις Εμπορικές Σχέσεις και τους Δασμούς
Η αναστολή των συνομιλιών για την οριστικοποίηση της εμπορικής συμφωνίας έχει άμεσες επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές και στις δύο χώρες. Για την Ταϊλάνδη, η διατήρηση του δασμού 19% στα προϊόντα της προς τις ΗΠΑ σημαίνει ότι τα εξαγωγικά της προϊόντα παραμένουν λιγότερο ανταγωνιστικά σε σχέση με αυτά άλλων χωρών που ενδεχομένως απολαμβάνουν ευνοϊκότερους όρους.
Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των εξαγωγών και να επηρεάσει αρνητικά την ταϊλανδική οικονομία, η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο εξωτερικό εμπόριο. Από την πλευρά των ΗΠΑ, η καθυστέρηση στην οριστικοποίηση της συμφωνίας μπορεί να περιορίσει τις ευκαιρίες για τους Αμερικανούς εισαγωγείς να αποκτήσουν ταϊλανδικά προϊόντα με χαμηλότερους ή μηδενικούς δασμούς, κάτι που θα μπορούσε να μεταφραστεί σε υψηλότερες τιμές για τους καταναλωτές.
Από την εμπειρία μας με παρόμοιες καταστάσεις, η σύνδεση εμπορικών διαπραγματεύσεων με γεωπολιτικές διαμάχες είναι μια συχνή τακτική στις διεθνείς σχέσεις. Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι τέτοιες κινήσεις, αν και προκαλούν προσωρινή αναστάτωση, συχνά αποσκοπούν στην επίτευξη ευρύτερων στρατηγικών στόχων.
Η αγορά αντιδρά με αβεβαιότητα σε τέτοιου είδους ειδήσεις, καθώς οι επενδυτές αναζητούν σταθερότητα και προβλεψιμότητα στις εμπορικές ροές. Η κίνηση των ΗΠΑ, αν και σκληρή, στέλνει ένα σαφές μήνυμα για την προσδοκία της τήρησης των συμφωνιών και την προώθηση της περιφερειακής σταθερότητας.
Το Μέλλον των Εμπορικών Σχέσεων Ταϊλάνδης-ΗΠΑ
Για να ξαναρχίσουν οι εμπορικές συνομιλίες, η Ταϊλάνδη καλείται να επαναβεβαιώσει τη δέσμευσή της στην εκεχειρία με την Καμπότζη και να επιλύσει το ζήτημα των ναρκών. Η άμεση σύνδεση που έκανε ο Πρόεδρος Τραμπ μεταξύ της μείωσης των δασμών και της ταχείας απομάκρυνσης των ναρκών υπογραμμίζει την κρισιμότητα της κατάστασης.
Η εκτίμησή μας είναι ότι η Μπανγκόκ θα βρεθεί υπό αυξημένη πίεση να επιλύσει τη διαμάχη με την Πνομ Πενχ, καθώς οι οικονομικές συνέπειες της αναστολής των εμπορικών συνομιλιών είναι σημαντικές. Η επίτευξη μιας βιώσιμης λύσης στη συνοριακή διαμάχη δεν είναι μόνο απαραίτητη για την περιφερειακή σταθερότητα, αλλά και κρίσιμη για την αποκατάσταση της εμπορικής συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την προώθηση των οικονομικών συμφερόντων της Ταϊλάνδης.