Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, υποδέχθηκε την Τρίτη τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, στον Λευκό Οίκο, υπερασπιζόμενος τον Σαουδάραβα ηγέτη έναντι των εκθέσεων των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών που τον συνδέουν με τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι.
Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε λίγες στιγμές αφότου ο πρίγκιπας δεσμεύτηκε για επενδύσεις ύψους σχεδόν 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτή η εξέλιξη έρχεται ως συνέχεια μιας περίπλοκης διπλωματικής πορείας, καθώς η επίσκεψη του πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν στον Λευκό Οίκο σηματοδοτεί την πρώτη του παρουσία στις ΗΠΑ αφότου η κυβέρνηση Μπάιντεν το 2021 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Σαουδάραβας ηγέτης είχε δώσει την εντολή για τη δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι το 2018.
Η υπόθεση Κασόγκι, ενός αρθρογράφου της Washington Post, ο οποίος δολοφονήθηκε μέσα στο σαουδαραβικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη, είχε προκαλέσει διεθνή κατακραυγή και είχε επιβαρύνει σημαντικά τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Το παρασκήνιο της επίσκεψης και η υπόθεση Κασόγκι
Ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υποδέχθηκε τον πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν σε μια συνάντηση που είχε προγραμματιστεί εδώ και καιρό, με στόχο την εμβάθυνση των διμερών σχέσεων. Η επίσκεψη αυτή, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2025, έρχεται σε μια περίοδο όπου οι ΗΠΑ επιδιώκουν την ενίσχυση των στρατηγικών τους δεσμών με τη Σαουδική Αραβία, παρά τις συνεχιζόμενες ανησυχίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ο Τραμπ, όταν ρωτήθηκε για τις εκθέσεις των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών που ενέπλεκαν τον MBS στη δολοφονία Κασόγκι, επέλεξε να υπερασπιστεί τον πρίγκιπα, τονίζοντας τη σημασία της συμμαχίας.
Οι οικονομικές δεσμεύσεις και οι αντιδράσεις
Λίγο πριν από τη συνάντηση με τον Πρόεδρο Τραμπ, ο πρίγκιπας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν δεσμεύτηκε για επενδύσεις ύψους σχεδόν 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η τεράστια οικονομική δέσμευση, η οποία περιλαμβάνει πιθανές συμφωνίες για την πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-35 και άλλες επιχειρηματικές συνεργασίες, θεωρείται κρίσιμος παράγοντας για την ενίσχυση της αμερικανικής οικονομίας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Οι επενδύσεις αυτές αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής της Σαουδικής Αραβίας για τη διαφοροποίηση της οικονομίας της και την ενίσχυση της διεθνούς της επιρροής, όπως φάνηκε και από την ανάπτυξη νέων επιχειρηματικών συμφωνιών.
Αυτό που ανησυχεί τους αναλυτές είναι η αντιφατική στάση της αμερικανικής κυβέρνησης, η οποία φαίνεται να θέτει τις οικονομικές και στρατηγικές σχέσεις πάνω από τις ανησυχίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πολιτικοί παρατηρητές επισημαίνουν ότι η υπεράσπιση του πρίγκιπα από τον Τραμπ, ενόψει των σοβαρών κατηγοριών, μπορεί να υπονομεύσει την αξιοπιστία των ΗΠΑ ως υπέρμαχου της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου παγκοσμίως.
Παράλληλα, η Σαουδική Αραβία επιδιώκει να ανακτήσει πλήρως τη διεθνή της θέση, χρησιμοποιώντας την οικονομική της δύναμη ως μοχλό επιρροής.
Οι επιπτώσεις στις σχέσεις ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας
Η συνάντηση και η υπεράσπιση του πρίγκιπα από τον Τραμπ αναμένεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στις σχέσεις των δύο χωρών. Από τη μία πλευρά, ενισχύεται η στρατηγική συνεργασία σε τομείς όπως η άμυνα, με τις συζητήσεις για την πώληση F-35 να βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο, και η ενέργεια.
Από την άλλη, η κίνηση αυτή μπορεί να προκαλέσει τριβές με το Κογκρέσο και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίες έχουν ζητήσει λογοδοσία για τη δολοφονία του Κασόγκι. Η επίσκεψη του πρίγκιπα, η οποία περιλάμβανε και συζητήσεις για άμυνα, τεχνολογία και πυρηνική ενέργεια, υπογραμμίζει την πολυδιάστατη φύση της σχέσης.
Το μέλλον των διμερών σχέσεων
Το μέλλον των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Σαουδικής Αραβίας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα της κυβέρνησης Τραμπ να εξισορροπήσει τα στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα με τις ηθικές και πολιτικές πιέσεις. Η δέσμευση για τεράστιες επενδύσεις και η ενίσχυση της συνεργασίας σε κρίσιμους τομείς υποδηλώνουν μια πορεία προς την περαιτέρω σύσφιξη των δεσμών.
Ωστόσο, η σκιά της υπόθεσης Κασόγκι παραμένει, και η διεθνής κοινότητα θα παρακολουθεί στενά τις επόμενες κινήσεις, αναζητώντας ενδείξεις για το κατά πόσο οι ανησυχίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα θα επηρεάσουν μακροπρόθεσμα αυτή τη σημαντική συμμαχία.