Η πολιτική επιστροφή του Frans Timmermans στην Ολλανδία έληξε με απροσδόκητη εξέλιξη: μετά από μια απογοητευτική επίδοση στις εθνικές εκλογές, ο ίδιος ανακοίνωσε ότι παραιτείται από την ηγεσία της συμμαχίας Πράσινοι-Εργατικοί. Η αποτυχία αυτή – με απώλεια εδρών και τέταρτη θέση για το κόμμα του – φέρνει στο προσκήνιο την ερώτηση γιατί η εμπειρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μεταφράστηκε σε εσωτερική πολιτική επιτυχία.

Η επιστροφή στην εγχώρια σκηνή
Η επιστροφή του Timmermans στο ολλανδικό πεδίο συνοδεύτηκε από υψηλές προσδοκίες, καθώς η συμμαχία GreenLeft-Labor τον είχε φέρει για να ηγηθεί της προσπάθειας να ανακοπεί η άνοδος της δεξιάς. Η εμμονή στην αλλαγή του πολιτικού σκηνικού ήταν εμφανής, αλλά τα τελικά αποτελέσματα δείχνουν ότι οι προσδοκίες δεν εκπληρώθηκαν.
Στις εκλογές το κόμμα έχασε έδρες σε σχέση με την προηγούμενη αναμέτρηση και κατέλαβε την τέταρτη θέση στη βουλή, γεγονός που οδήγησε τον Timmermans σε δημόσια αποδοχή της ήττας και στην απόφασή του να αποχωρήσει από την ηγεσία. Η δημόσια δήλωσή του στην Ολλανδία ήταν σαφής: δεν κατάφερε να πείσει αρκετούς ψηφοφόρους να τον στηρίξουν.
Η ευρωπαϊκή κληρονομιά ως βάρος
Για σχεδόν μια δεκαετία ο Timmermans υπηρέτησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αναλαμβάνοντας σημαντικές αρμοδιότητες και πρωτοβουλίες, όπως ο σχεδιασμός της Πράσινης Συμφωνίας. Η διεθνής του φήμη ενίσχυσε την αναγνώριση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά ταυτόχρονα δημιούργησε εικόνα απομάκρυνσης από τα καθημερινά ζητήματα των Ολλανδών ψηφοφόρων.
Διακεκριμένα, η θητεία του ως αντιπροέδρου της Επιτροπής υπό την Ursula von der Leyen και η ενασχόλησή του με το κλίμα ήταν στοιχεία που οι πολιτικοί αντίπαλοι αξιοποίησαν για να τον παρουσιάσουν ως ξένο προς την τοπική πραγματικότητα. Η αντίληψη αυτή επιβάρυνε το προφίλ του κατά την προεκλογική περίοδο.
Η εικόνα του «ελίτ» και η δημόσια αντιπαράθεση
Στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο ο Timmermans αντιμετώπισε στοχοποίηση από τα κόμματα της δεξιάς, που τον παρουσίασαν ως αποκομμένο από τα προβλήματα των απλών πολιτών. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί επιστράτευσαν ανησυχίες για το αν το ευρωπαϊκό παρελθόν του ταιριάζει με τις προσδοκίες της εγχώριας βάσης.
Η ηγεσία τμημάτων της δεξιάς, ανάμεσά τους η Dilan Yeşilgöz από το VVD, χρησιμοποίησε επιθετική ρητορική, κάνοντας λόγο για αλαζονεία και ελιτισμό. Οι επιθέσεις αυτές απέδωσαν πολιτικά, ενισχύοντας την αποστασιοποίηση τμημάτων του εκλογικού σώματος.
Προσπάθειες μεταμόρφωσης και οι περιορισμοί τους
Απαντώντας στην κριτική, ο Timmermans επεχείρησε να αλλάξει την εικόνα του: επέστρεψε στην εγχώρια πολιτική δράση με νέο προφίλ, εγκαταστάθηκε στη Μαάστριχτ και προσπάθησε να αναδείξει την κοινωνική διάσταση των περιβαλλοντικών πολιτικών. Η προσπάθεια αυτή περιλάμβανε και προσωπικές επιλογές που στόχευαν στην ανανέωση της δημόσιας εικόνας του.
Ένα μέρος της στρατηγικής του ήταν να παρουσιάσει την Πράσινη Συμφωνία ως μέσο μείωσης των λογαριασμών ενέργειας για νοικοκυριά και όχι μόνο ως οικολογικό πρόγραμμα. Η εστίαση αυτή όμως δεν ήταν αρκετή για να αντιστρέψει την εντύπωση ότι είναι μακριά από την καθημερινότητα πολλών ψηφοφόρων.
Η πολιτική εμπειρία που δεν έπεισε
Παρά τις δημόσιες εμφανίσεις και τις προσπάθειες ταπεινότητας στο κοινοβούλιο, οι δημοσκοπήσεις λίγο πριν την κάλπη ανέδειξαν χαμηλές αξιολογήσεις για την προσωπικότητα του Timmermans. Οι μετρήσεις αυτές είχαν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική δυναμική της τελευταίας εβδομάδας πριν την ψηφοφορία.
Αν και η διεθνής αναγνώριση τον έκανε σημείο αναφοράς για την Προοδευτική Συμμαχία στην Ευρώπη, το εγχώριο εκλογικό σώμα δεν ανταποκρίθηκε όπως περίμεναν οι υποστηρικτές του, μεταξύ των οποίων ήταν και το κόμμα των Ευρωπαίων Σοσιαλδημοκρατών. Η αντίφαση αυτή επισφραγίζει τη ρητορική διαφορά ανάμεσα στο ευρωπαϊκό και το εθνικό επίπεδο.
Με την παραίτησή του ο Timmermans δήλωσε ότι ήρθε η ώρα να δοθεί χώρος στη νέα γενιά ηγετών, κλείνοντας έναν κύκλο που ξεκίνησε στην Ευρώπη και προσπάθησε να ολοκληρωθεί στην Ολλανδία. Η εξέλιξη αυτή αφήνει ανοικτό το ερώτημα για το πώς θα αποτιμηθεί στο μέλλον η σχέση ανάμεσα στη διεθνή εμπειρία και στην εθνική πολιτική επιτυχία.
