Η επιτάχυνση των γερμανικών επενδύσεων στην άμυνα αναδιαμορφώνει την ισορροπία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς το Βερολίνο συνδυάζει οικονομική ισχύ με ταχείς αγορές οπλικών συστημάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι στρατιωτικές δαπάνες αποκτούν κεντρικό ρόλο για τη διαμόρφωση περιφερειακής πολιτικής και η στάση των γειτόνων μεταβάλλεται.
Πολλές συνομιλίες στην Ευρώπη περιλαμβάνουν αναφορές σε διμερείς σχέσεις ασφάλειας, με ερωτήματα για το πώς θα συνεργαστούν Παρίσι και Βαρσοβία.

Το μέγεθος των δαπανών και οι οικονομικές επιπτώσεις
Το Βερολίνο προγραμματίζει σημαντική αύξηση των πόρων στην άμυνα, με στόχο δαπάνες που θα προσεγγίζουν περίπου 153 δισ. ευρώ έως το 2029, αντιστοιχώντας στο περίπου 3,5% του ΑΕΠ, σύμφωνα με επίσημες ανακοινώσεις. Αυτή η κλίμακα διαφοροποιεί τη δύναμη της Γερμανίας από οικονομικής πλευράς, καθώς το δημοσιονομικό εύρος της επιτρέπει πιο εκτεταμένες δαπάνες σε σχέση με χώρες με μεγαλύτερο δημόσιο χρέος.
Σε σύγκριση, η Γαλλία έχει προγραμματίσει αύξηση δαπανών που στοχεύει στα περίπου 80 δισ. ευρώ ως το 2030, ενώ η Πολωνία προβλέπει εκταμίευση περίπου 186 δισ. ζλότυ φέτος, ή περίπου 44 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί σε 4,7% του ΑΕΠ. Αυτά τα μεγέθη δείχνουν ότι οι χώρες του ΝΑΤΟ κινούνται σε διαφορετικούς ρυθμούς αποκατάστασης στρατιωτικής ισχύος.
Προμήθειες, εγχώρια βιομηχανία και νομοθεσία
Η γερμανική κυβέρνηση διατηρεί προφανή προτεραιότητα την εγχώρια παραγωγή και τον έλεγχο επί των συμβάσεων, με χρήση ρυθμιστικών εργαλείων που εξασφαλίζουν εθνικές προτεραιότητες. Νομοθετικές παρεμβάσεις που προβλέπουν ειδικά πλαίσια προμηθειών αποτελούν μέρος αυτής της στρατηγικής, καθώς και η αξιοποίηση ρήτρων της ΕΕ για εθνικά συμφέροντα.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, προμήθειες της Γερμανίας συγκεντρώνουν την προσοχή των εταίρων.
Σύμφωνα με πληροφορίες του POLITICO, εσωτερικά έγγραφα δείχνουν ότι το Βερολίνο σχεδιάζει να φέρει στο κοινοβούλιο περίπου 83 δισ. ευρώ συμβάσεων έως το τέλος του 2026, ενώ στο παρασκήνιο υπάρχει μια «λίστα επιθυμιών» αξίας περίπου 377 δισ. ευρώ για περισσότερα από 320 προγράμματα όπλων.
Αυτές οι κινήσεις δείχνουν σαφή στροφή προς εγχώριους προμηθευτές και περιορισμό των εισαγωγών από τρίτες χώρες.
Αντιδράσεις στο Παρίσι
Στο Παρίσι, η επέκταση της γερμανικής αμυντικής δυναμικότητας προκαλεί έντονη συζήτηση για το μέλλον της γαλλικής ηγεμονίας στην Ευρώπη. Παρά τις προσπάθειες σύσφιγξης σχέσεων, η γαλλική άμυνα παραμένει πυλώνας πολιτικής βαρύτητας, και επίσημοι κύκλοι εκφράζουν επιφυλάξεις για τον διαμοιρασμό έργων.
Η καθυστέρηση και οι διαφωνίες γύρω από το πρόγραμμα FCAS των 100 δισ. ευρώ έχουν εντείνει την ανησυχία για τη συνεργασία σε κρίσιμες τεχνολογίες.
Εκπρόσωποι βιομηχανιών προειδοποιούν ότι αλλαγές στο μερίδιο εργασίας ενδέχεται να επηρεάσουν στρατηγικές δυνατότητες· για παράδειγμα, η Dassault έχει καταστήσει σαφές ότι οι όροι συνεργασίας είναι κρίσιμοι για τη συμμετοχή της Γαλλίας. Την ίδια ώρα, στον δημόσιο διάλογο εγείρονται ερωτήματα για το αν η γερμανική προσέγγιση θα παραμείνει κυρίως εθνική ή θα ενοποιηθεί σε ευρωπαϊκά σχήματα.
Θέση της Πολωνίας και ανατολική διάσταση
Στη Βαρσοβία η αύξηση της γερμανικής στρατιωτικής ισχύος βλέπεται, σε μεγάλο βαθμό, ως χρήσιμη για την περιφερειακή άμυνα, ιδιαίτερα κατά μήκος του ανατολικού αναχώματος του ΝΑΤΟ. Πολωνοί αξιωματούχοι επισημαίνουν ότι η Πολωνία επενδύει σημαντικά σε εξοπλισμούς και ζητούν συνέπεια από τους εταίρους· η πρακτική συνεργασία με τη Γερμανία θεωρείται απαραίτητη για την ασφάλεια της περιοχής.
Παρά την πρακτική προσέγγιση, ιστορικές μνήμες και αμφιβολίες για εμπορικούς δεσμούς με τρίτες χώρες διατηρούν επιφυλάξεις. Παράλληλα, πολιτικές δυνάμεις στην Πολωνία υπενθυμίζουν την ανάγκη παρακολούθησης των δεσμών μεταξύ Βερολίνου και άλλων πόλων, ενώ η συνεργασία με τη Γερμανία θεωρείται κρίσιμη για την υπεράσπιση του ανατολικού μετώπου.
Η πρόκληση για την ΕΕ
Η μετακίνηση πολιτικού βάρους προς το Βερολίνο εγείρει ερωτήματα για τη δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να θεσπίσει κοινές δομές προμήθειας και στρατηγικής. Κάποιοι διπλωμάτες χαρακτηρίζουν την αλλαγή ως βαθιά μετασχηματιστική, δεδομένου ότι μεγάλες επενδύσεις τείνουν να επαναπροσδιορίζουν συμμαχίες και βιομηχανικές αλυσίδες.
Η προτεραιότητα για τους Ευρωπαίους αξιωματούχους είναι αν η αύξηση των γερμανικών δαπανών θα οδηγήσει σε εντονότερη ευρωπαϊκή συνεργασία ή σε μεγαλύτερη διάσπαση προμηθειών, με επιπτώσεις στη συνοχή της άμυνας της ΕΕ. Όπως αναφέρει το POLITICO, η εξέλιξη παρακολουθείται στενά στις Βρυξέλλες, όπου αξιολογείται ο αντίκτυπος στα θεσμικά όργανα.