Μια εθνική έρευνα για την εκτεταμένη παιδική σεξουαλική εκμετάλλευση στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει βρεθεί στο επίκεντρο σοβαρών ανησυχιών, αντιμετωπίζοντας μια κρίση αξιοπιστίας μόλις λίγους μήνες μετά την ανακοίνωσή της. Η αποχώρηση τεσσάρων θυμάτων από το συμβουλευτικό της όργανο, μαζί με την παραίτηση μιας υποψήφιας για την προεδρία της, έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις και μια θυελλώδη κοινοβουλευτική αντιπαράθεση.
Η κατάσταση αυτή εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τη δυνατότητα της έρευνας να επιτύχει τον σκοπό της και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των παθόντων.
Η Αμφισβήτηση της Αξιοπιστίας
Η κυβέρνηση είχε επιβεβαιώσει τη διεξαγωγή μιας εθνικής έρευνας τον Ιούνιο, ως απάντηση στο φλέγον ζήτημα των εγκληματικών ομάδων παιδικής εκμετάλλευσης. Ωστόσο, η πορεία της έρευνας έχει επισκιαστεί από την αποχώρηση τεσσάρων επιζώντων από το πάνελ σύνδεσης με θύματα και επιζώντες, επικαλούμενοι την άσχημη μεταχείριση που υπέστησαν.
Παράλληλα, η Άνι Χάντσον, πρώην ανώτερη κοινωνική λειτουργός, απέσυρε το ενδιαφέρον της από τη λίστα υποψηφίων για την προεδρία της έρευνας, προσθέτοντας ένα επιπλέον πλήγμα στην προσπάθεια. Οι εξελίξεις αυτές έχουν τροφοδοτήσει τις αμφιβολίες για την ικανότητα της διαδικασίας να λειτουργήσει αποτελεσματικά και να αποδώσει δικαιοσύνη.
Οι αποχωρήσεις των θυμάτων σηματοδοτούν ένα κρίσιμο σημείο καμπής. Οι ίδιοι οι επιζώντες, που αποτελούν τον πυρήνα της έρευνας, έχουν εκφράσει την απώλεια κάθε εμπιστοσύνης, δηλώνοντας ότι αγνοήθηκαν και αντικρούστηκαν από τους αρμόδιους. Αυτή η εξέλιξη υπογραμμίζει την ευαισθησία του θέματος και την ανάγκη για έναν προσεκτικό και ειλικρινή διάλογο με όσους έχουν υποφέρει από τις φρικαλεότητες της παιδικής κακοποίησης.
Κοινοβουλευτική Αντιπαράθεση εν Τάσει
Η κατάσταση κλιμακώθηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησης του Πρωθυπουργού στο Κοινοβούλιο, μετατρεπόμενη σε μια θερμή κοινοβουλευτική αντιπαράθεση. Ο Πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ και η Αρχηγός των Τόρις, Κέμι Μπάντενοχ, βρέθηκαν αντιμέτωποι σχετικά με το αν η έρευνα ήταν κατάλληλη για τον σκοπό της ή αν κατέρρεε πριν ακόμη ξεκινήσει ουσιαστικά.
Η Μπάντενοχ κατήγγειλε ότι τα θύματα είχαν «χάσει κάθε εμπιστοσύνη» και είχαν «απορριφθεί και αντικρουστεί» από τους υπουργούς, μεταφέροντας την αγανάκτηση ενός θύματος που αναρωτήθηκε «ποιο το νόημα να μιλήσουμε αν θα μας αποκαλέσουν ψεύτες».
Ο Πρωθυπουργός Στάρμερ καταδίκασε τα γεγονότα ως «ένα από τα χειρότερα σκάνδαλα της εποχής μας» και διαβεβαίωσε ότι η πόρτα «θα είναι πάντα ανοιχτή» για όσους επιθυμούσαν να επιστρέψουν. Παράλληλα, η Μπάντενοχ απηύθυνε τη σοβαρή κατηγορία ότι η κυβέρνηση είχε εμπλακεί σε «πόλεμο διαρροών εναντίον των επιζώντων» και δημιουργούσε ένα «τοξικό περιβάλλον», ισχυρισμοί που προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις από τα έδρανα των Εργατικών.
Η ένταση της συζήτησης υπογράμμισε το βάθος της πολιτικής διχόνοιας γύρω από ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα.
Οι Δεσμεύσεις του Πρωθυπουργού και οι Επιφυλάξεις
Παρά τις σφοδρές επικρίσεις, ο Πρωθυπουργός Στάρμερ επέμεινε στην ακεραιότητα της έρευνας, υποσχόμενος ότι «δεν θα υποχωρήσει ποτέ, το εύρος της δεν θα αλλάξει και θα εξετάσει την εθνικότητα και τη θρησκεία των δραστών». Ανακοίνωσε επίσης ότι η Λουίζ Κέισι, μέλος της Άνω Βουλής και έμπειρη στην επίλυση κυβερνητικών προβλημάτων, η οποία είχε συντάξει τον αρχικό έλεγχο για τις συμμορίες παιδικής εκμετάλλευσης, θα υποστήριζε την έρευνα.
Οι δεσμεύσεις αυτές στόχευαν στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και στην επιβεβαίωση της σοβαρότητας με την οποία αντιμετωπίζεται το ζήτημα.
Ο Στάρμερ παραδέχτηκε ότι υπήρχαν ακόμη «δύσκολες προσπάθειες» να γίνουν για να τεθούν οι επιζώντες στο επίκεντρο της έρευνας, δεδομένων των «δύσκολων εμπειριών» και του «ευρέος φάσματος απόψεων» τους. Ωστόσο, τόνισε την αποφασιστικότητά του να «προχωρήσει και να το κάνει σωστά».
Από την πλευρά της, η Μπάντενοχ δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει την προηγούμενη αντίθεση του Στάρμερ σε μια εθνική έρευνα, επισημαίνοντας τις διαρκείς πολιτικές διαφωνίες που περιβάλλουν το θέμα και θέτουν σε κίνδυνο την ομοψυχία.
Το Ζήτημα της Ηγεσίας και οι Υπουργικές Ευθύνες
Ένα επιπλέον σημείο τριβής αποτέλεσε η μορφή της ηγεσίας της έρευνας. Ενώ τα θύματα φαίνεται να προτιμούν μια δικαστική αρχή για την προεδρία, ο Πρωθυπουργός Στάρμερ υπερασπίστηκε την επιλογή να μην είναι δικαστής, εξηγώντας ότι οι δικαστικά καθοδηγούμενες έρευνες «συχνά καθυστερούν μέχρι το τέλος της ποινικής έρευνας».
Αντίθετα, ο ίδιος επιθυμούσε η έρευνα να διεξάγεται παράλληλα με τις ποινικές διαδικασίες, προκειμένου να εξασφαλιστεί ταχύτερη πρόοδος.
Η συζήτηση επεκτάθηκε και στις υπουργικές ευθύνες, με την Μπάντενοχ να θέτει ευθέως το ζήτημα της εμπιστοσύνης στην Υπουργό Προστασίας, Τζες Φίλιπς, μετά από κατηγορία θύματος ότι ψεύδεται. Ο Στάρμερ απάντησε καταφατικά, τονίζοντας ότι η Φίλιπς «έχει πιθανώς περισσότερη εμπειρία από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο σε αυτό το Σώμα στην αντιμετώπιση της βίας κατά γυναικών και κοριτσιών».
Ωστόσο, οι Τόρις εξέφρασαν την επιθυμία τους για την απομάκρυνση της Φίλιπς, αναδεικνύοντας τις εσωτερικές πολιτικές πιέσεις.
Πέρα από την Αντιπαράθεση: Το Μέλλον της Έρευνας
Η έντονη πολιτική αντιπαράθεση, παρά την ευαισθησία και τη φρίκη του θέματος, δυστυχώς μετατράπηκε σε μια κομματική σύγκρουση. Ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε σε παλαιότερες πρωτοβουλίες για την επανεξέταση ιστορικών υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης και την υποχρεωτική αναφορά, οι οποίες, όπως δήλωσε, «έπεσαν στο κενό» από την πλευρά των Τόρις.
Αυτό υπογραμμίζει την παγιωμένη δυσκολία στην επίτευξη ευρύτερης συναίνεσης σε ζητήματα που αφορούν τη δικαιοσύνη για τα θύματα.
Εν μέσω των πολιτικών σκορ και των αψιμαχιών, η ουσία παραμένει η ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η έρευνα θα εκπληρώσει τον σκοπό της: την αποκάλυψη της αλήθειας και την απόδοση δικαιοσύνης. Οι επιζώντες, τόσο εντός όσο και εκτός του συμβουλευτικού πάνελ, ελπίζουν ότι οι κυβερνητικές διαβεβαιώσεις θα μετατραπούν σε αποτελεσματικές ενέργειες.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των θυμάτων και η διασφάλιση της ανεξαρτησίας της διαδικασίας αποτελούν τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την επιτυχία αυτής της κρίσιμης εθνικής προσπάθειας.