Η IPSO κατέθεσε προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στις 13 Οκτωβρίου, διεκδικώντας ότι η διοίκηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προχώρησε σε κινήσεις που περιορίζουν την ελευθερία έκφρασης και επιχειρούν να φιμώσουν εκπροσώπους του προσωπικού. Το θέμα άνοιξε δημόσια συζήτηση για τη σχέση ανάμεσα στη διοίκηση και τα συνδικαλιστικά όργανα της τράπεζας, ενώ οι δύο πλευρές παρουσιάζουν διαφορετικές ερμηνείες για τα γραπτά μέτρα που εστάλησαν σε στελέχη και στην ίδια την οργάνωση.
Το χρονικό των επιστολών και της προσφυγής
Η διαμάχη προέκυψε μετά από δημοσιεύσεις και συνεντεύξεις στις αρχές του έτους, όταν εκπρόσωπος της IPSO συζήτησε δημόσια την ύπαρξη μιας πιθανής κουλτούρας φόβου στους χώρους εργασίας της ΕΚΤ. Στη συνέχεια, η διεύθυνση της τράπεζας απάντησε με επιστολές που έθεταν όρια στην εξωτερική επικοινωνία των εκπροσώπων του προσωπικού, επικαλούμενες κανόνες εσωτερικής συμπεριφοράς και τονικίζοντας το «καθήκον πίστης» προς την υπηρεσία.
Μια από τις επιστολές, υπογεγραμμένη από τη Myriam Moufakkir, απευθυνόταν προσωπικά σε έναν συνδικαλιστή, κάτι που σύμφωνα με την οργάνωση αποδυνάμωσε τη συλλογική φωνή της IPSO. Έγγραφα σχετικά με αυτές τις ανταλλαγές έγιναν γνωστά και έχουν περιγραφεί σε ρεπορτάζ που είδαν το POLITICO και άλλα μέσα, τα οποία ανάφεραν τον τρόπο που η τράπεζα προσδιόρισε τα όρια δημόσιας τοποθέτησης των εκπροσώπων.
Η IPSO, επικαλούμενη τα γεγονότα και το περιεχόμενο των επιστολών, στράφηκε στη δικαστική οδό υποστηρίζοντας ότι οι ενέργειες συνιστούν παράνομη παρέμβαση σε βασικά δικαιώματα που προστατεύονται από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και τη Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Τα νομικά σημεία της διαφωνίας
Η κεντρική νομική αιτία της προσφυγής αφορά την ερμηνεία των κανόνων που διέπουν τους υπαλλήλους της ΕΚΤ και τις εξουσίες της διοίκησης να περιορίζει δημόσιες δηλώσεις. Η IPSO υποστηρίζει ότι επιστολές με χαρακτηρισμό «προσωπικό» και «ECB-CONFIDENTIAL» λειτούργησαν ως εκφοβιστικός μηχανισμός και δεν μπορούν να εξαιρούνται από δικαστικό έλεγχο με εύκολο τρόπο.
Αντιθέτως, η ΕΚΤ έχει επιχειρηματολογήσει ότι το πλαίσιο προσλήψεων και εργασιακών σχέσεων της τράπεζας υπάγεται σε ειδικό καθεστώς, συνδεδεμένο με τους κανόνες προσωπικού της ΕΕ, και ότι οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί έως σήμερα δείχνουν πως το ίδρυμα διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια.
Στατιστικά στοιχεία που επικαλούνται δείχνουν ότι η ΕΚΤ έχει κερδίσει ένα μεγάλο ποσοστό των υποθέσεων εργατικού δικαίου που έχουν φτάσει στα δικαστήρια.
Το θέμα θα κριθεί στο πλαίσιο της αρμοδιότητας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το οποίο θα εξετάσει τόσο τη νομιμότητα των διατάξεων που επικαλέστηκε η τράπεζα όσο και το κατά πόσον οι ενέργειές της προσέβαλαν θεμελιώδη δικαιώματα εκπροσώπησης και έκφρασης.
Θέσεις της ΕΚΤ και των συνδικαλιστών
Η ΕΚΤ, μέσω εκπροσώπου της, απέφυγε να σχολιάσει την ίδια τη δίκη, αλλά τόνισε τη δέσμευσή της στην ελευθερία έκφρασης και στον σεβασμό του κράτους δικαίου, επισημαίνοντας παράλληλα ότι λειτουργεί βάσει σαφούς ενδοϋπηρεσιακού πλαισίου, εναρμονισμένου με τους κανόνες προσωπικού της ΕΕ.
Από την πλευρά της διοίκησης, η επικεφαλής υπηρεσίας που υπέγραψε τις επιστολές υποστήριξε ότι τέτοιες παρεμβάσεις αποσκοπούσαν στην προστασία της αξιοπιστίας της τράπεζας και στην ανάγκη για προσεκτική εξωτερική επικοινωνία όσον αφορά κρίσιμα θέματα όπως η νομισματική πολιτική.
Ο συνδικαλιστής που έλαβε την πρώτη επιστολή απάντησε ότι έχει επαγγελματική υποχρέωση να θέτει ζητήματα που μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα της ΕΚΤ να εκπληρώσει το mandatό της.
Η IPSO καταγγέλλει πως μερικές προγραμματισμένες συνεντεύξεις ακυρώθηκαν επειδή εργαζόμενοι φοβήθηκαν πιθανικές συνέπειες, ενώ παράλληλα διατηρεί τον τίτλο της μοναδικής αναγνωρισμένης ένωσης στην τράπεζα και κατέχει την πλειοψηφία των εδρών στο προσωπικό της επιτροπής.
Επιπτώσεις στη διακυβέρνηση και την εμπιστοσύνη
Οι καταγγελίες για προτιμήσεις στην εξέλιξη καριέρας και για αυξημένο στρες μεταξύ του προσωπικού έχουν ήδη τεθεί στο δημόσιο πεδίο από έρευνες που διεξήγαγε η ίδια η οργάνωση και η επιτροπή προσωπικού. Τα ευρήματα περιλαμβάνουν αναφορές περί δυσπιστίας στη διοίκηση και υψηλά επίπεδα επαγγελματικής κόπωσης.
Η ΕΚΤ έχει αμφισβητήσει τη μεθοδολογία και την αξιοπιστία αυτών των ερευνών, υποστηρίζοντας ότι δεν αντιπροσωπεύουν επαρκώς την πραγματική εικόνα του οργανισμού. Παρ’ όλα αυτά, το ξέσπασμα της διαμάχης αναδεικνύει τον κίνδυνο η εσωτερική ένταση να επηρεάσει την ευρύτερη αντίληψη για τη διαφάνεια και την θεσμική αξιοπιστία του ιδρύματος.
Σε ένα περιβάλλον όπου η αξιοπιστία της τράπεζας έχει τεθεί υπό πίεση μετά από αμφιλεγόμενες προβλέψεις για τον πληθωρισμό, ζητήματα που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο το προσωπικό μπορεί να εκφράζει ανησυχίες γίνονται εμφατικά στοιχεία για την αξιολόγηση της συνολικής εσωτερικής διακυβέρνησης.
Τι μπορεί να κρίνει το Δικαστήριο
Η δικαστική κρίση αναμένεται να εξετάσει αν οι επιστολές και οι περιορισμοί αποτελούσαν νόμιμη άσκηση διοικητικής εξουσίας ή αν υπερέβησαν το επιτρεπτό, θίγοντας θεμελιώδη δικαιώματα. Η εκδίκαση θα αναλύσει επίσης τον ρόλο των κανόνων πίστης και τα όρια που αυτοί θέτουν στην ελευθερία των εργαζομένων για δημόσια τοποθέτηση.
Η ΕΚΤ θα έχει δύο μήνες για να καταθέσει την υπεράσπισή της, ενώ το Δικαστήριο θα κρίνει, μεταξύ άλλων, την εναρμόνιση των μέτρων με το δίκαιο της Ένωσης και τις αρχές της προστασίας των δικαιωμάτων του προσωπικού. Το αποτέλεσμα αναμένεται να έχει συνέπειες για τη σχέση διοίκησης και εργαζομένων σε επίπεδο θεσμών της ΕΕ.
Η υπόθεση φέρνει στο επίκεντρο στοιχειώδη ερωτήματα για την ισορροπία ανάμεσα στην προστασία της δημόσιας αξιοπιστίας ενός νομισματικού θεσμού και στην ανάγκη να υπάρχει ανοικτός διάλογος εντός των υπηρεσιών του. Η έκβαση της δίκης θα ρίξει φως στον τρόπο που οι κανόνες προσωπικού και τα θεμελιώδη δικαιώματα συνδιαμορφώνουν τη λειτουργία της ΕΚΤ.