Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ένα εγχείρημα που ξεκίνησε από την ανάγκη για μόνιμη ειρήνη και οικονομική ανασυγκρότηση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει διανύσει μια μακρά και πολύπλοκη πορεία. Από την ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης το 1949 και της ΕΚΑΧ το 1951, μέχρι τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση με 27 κράτη μέλη, η ήπειρος μεταμορφώθηκε από πεδίο συγκρούσεων σε έναν χώρο στενής συνεργασίας και κοινών αξιών.
Κάθε μεγάλο εγχείρημα, όπως η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, γεννιέται από μια αρχική σκέψη και ένα ισχυρό κίνητρο που σταδιακά αποκτά συγκεκριμένη μορφή, κατεύθυνση και σκοπό. Η Ευρώπη, μετά την καταστροφή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, βρέθηκε αντιμέτωπη με την επιτακτική ανάγκη να διασφαλίσει μόνιμη ειρήνη, να αποτρέψει μελλοντικές συγκρούσεις και να ανοικοδομήσει τις οικονομίες της σε σταθερές, κοινές βάσεις.
Η συνειδητοποίηση ότι ο εθνικισμός και η απομόνωση είχαν οδηγήσει σε δύο παγκόσμιους πολέμους μέσα σε λίγες δεκαετίες, δημιούργησε την αδιαμφισβήτητη ανάγκη για θεσμική συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, προκειμένου να προωθηθεί η δημοκρατία, το κράτος δικαίου και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι απαρχές της ευρωπαϊκής συνεργασίας
Η πρώτη σημαντική θεσμική κίνηση ήταν η ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 5 Μαΐου 1949, όταν δέκα χώρες της δυτικής Ευρώπης υπέγραψαν τη Συνθήκη του Λονδίνου. Με έδρα το Στρασβούργο, ο οργανισμός αυτός είχε ως κύριο σκοπό την ευρωπαϊκή ενοποίηση, την υποστήριξη της δημοκρατίας και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με θεμέλιο την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Την τήρηση της Σύμβασης εγγυάται το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αργότερα, το 1955, καθιερώθηκε η ευρωπαϊκή σημαία με τα δώδεκα χρυσά αστέρια, ενώ το 1972 υιοθετήθηκε ο ευρωπαϊκός ύμνος, βασισμένος στην «Ωδή στη Χαρά» του Μπετόβεν.
Ένα χρόνο αργότερα, στις 9 Μαΐου 1950, ο Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών Ρομπέρ Σουμάν δημοσίευσε το περίφημο «σχέδιο Σουμάν», το οποίο θεωρείται η ημερομηνία γέννησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ιδέα, που προήλθε από τον Ζαν Μονέ, βασιζόταν στην πεποίθηση ότι η κοινή διαχείριση των βασικότερων πρώτων υλών πολέμου, του άνθρακα και του χάλυβα, θα καθιστούσε έναν νέο πόλεμο μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας αδύνατο.
Αυτή η πρωτοβουλία στόχευε στην ειρήνη μέσω αλληλεξάρτησης και στην οικονομική ανασυγκρότηση.
Η ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Το σχέδιο Σουμάν οδήγησε στην υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων το 1951, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 23 Ιουλίου 1952. Με αυτήν, έξι χώρες (Γαλλία, Δυτική Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) ίδρυσαν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ).
Η ΕΚΑΧ ήταν η πρώτη υπερεθνική ευρωπαϊκή κοινότητα, με στόχο την ελεύθερη κίνηση άνθρακα και χάλυβα και την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και απασχόλησης. Ο υπερεθνικός της χαρακτήρας εκφράστηκε με τη δημιουργία μιας «Υψηλής Αρχής» που δρούσε υπέρ του κοινού συμφέροντος.
Το επόμενο καθοριστικό βήμα ήταν η υπογραφή των Συνθηκών της Ρώμης στις 25 Μαρτίου 1957, οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1958. Τα ίδια έξι κράτη ίδρυσαν δύο νέες κοινότητες: την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), με στόχο τη δημιουργία κοινής αγοράς και την τόνωση του εμπορίου, και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ), που επικεντρώθηκε στην ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας και τον συντονισμό της έρευνας.
Οι Συνθήκες της Ρώμης μετέτρεψαν την ευρωπαϊκή συνεργασία σε μια ευρεία οικονομική και τεχνολογική κοινότητα, θέτοντας τις βάσεις για τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση.
Θεσμική εξέλιξη και διευρύνσεις
Η θεσμική δομή ενισχύθηκε με τη Συνθήκη Συγχώνευσης, που υπογράφηκε στις 8 Απριλίου 1965 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1967. Οι τρεις κοινότητες (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) απέκτησαν κοινά όργανα, μία Επιτροπή (την «Κομισιόν») και ένα Συμβούλιο, ενισχύοντας τη συνοχή και την αποτελεσματικότητα της κοινής πολιτικής.
Η πρώτη διεύρυνση πραγματοποιήθηκε το 1973 με την ένταξη της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, αυξάνοντας τα κράτη μέλη σε εννέα. Η Ελλάδα προσχώρησε το 1981, φτάνοντας τον αριθμό των μελών σε δέκα.
Ένα σημαντικό βήμα για την ελεύθερη κυκλοφορία ήταν η Συμφωνία Σένγκεν, που υπεγράφη στις 14 Ιουνίου 1985 από πέντε κράτη μέλη, με στόχο την προοδευτική κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα. Η τρίτη διεύρυνση το 1986 έφερε την Ισπανία και την Πορτογαλία στην ΕΟΚ, ανεβάζοντας τον αριθμό σε 12.
Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (ΕΕΠ), που υπογράφηκε το 1986 και τέθηκε σε ισχύ το 1987, αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη αναθεώρηση των ιδρυτικών συνθηκών, δίνοντας ώθηση στην ολοκλήρωση της Ενιαίας Εσωτερικής Αγοράς έως το 1992 και ενισχύοντας τις νομοθετικές αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ και το δημοκρατικό έλλειμμα
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, που υπογράφηκε το 1992 και τέθηκε σε ισχύ το 1993, ίδρυσε την Ευρωπαϊκή Ένωση ως πολιτική οντότητα, υπερβαίνοντας τις οικονομικές κοινότητες. Καθιέρωσε την Οικονομική και Νομισματική Ένωση με στόχο το κοινό νόμισμα, την ευρωπαϊκή ιθαγένεια και ενίσχυσε τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η Συνθήκη εισήγαγε το σύστημα των τριών πυλώνων, διακρίνοντας υπερεθνικά (Ευρωπαϊκές Κοινότητες) και διακυβερνητικά στοιχεία (Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας – ΚΕΠΠΑ, και Δικαιοσύνη και Εσωτερικές Υποθέσεις).
Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια, ένας από τους σημαντικότερους θεσμικούς νεωτερισμούς, συμπληρώνει την εθνική ιθαγένεια, παρέχοντας δικαιώματα όπως η ελεύθερη κυκλοφορία, το εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές και ευρωεκλογές, και η προστασία από τις προξενικές αρχές άλλου κράτους μέλους.
Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενισχύθηκε για την αντιμετώπιση του «δημοκρατικού ελλείμματος», της απόστασης δηλαδή μεταξύ της ισχύος των ευρωπαϊκών θεσμών και της περιορισμένης δημοκρατικής νομιμοποίησης. Το Συμβούλιο υπουργών Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ECOFIN), για παράδειγμα, λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις που επηρεάζουν άμεσα τους πολίτες, όπως η κατάργηση των αφορολόγητων μικροδεμάτων.
Η Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997-1999) μετέφερε μεγάλο μέρος των θεμάτων Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων στον πρώτο πυλώνα, δίνοντας υπερεθνικό χαρακτήρα σε ζητήματα όπως η μετανάστευση και το άσυλο. Η Συνθήκη της Νίκαιας (2001-2003) αναδιάρθρωσε τα θεσμικά όργανα ενόψει της πέμπτης διεύρυνσης το 2004, όπου δέκα νέες χώρες προσχώρησαν στην ΕΕ, ανεβάζοντας τον αριθμό σε 25 κράτη μέλη.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας και οι σύγχρονες προκλήσεις
Η Συνθήκη της Λισαβόνας, που υπεγράφη το 2007 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009, αντικατέστησε το αποτυχημένο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Στόχος της ήταν ο εξορθολογισμός των θεσμικών οργάνων, η ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η αύξηση της δημοκρατικής λογοδοσίας.
Κατέστησε νομικά δεσμευτικό τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και καθιέρωσε βασικά όργανα όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Επίσης, δημιούργησε τη θέση του Ύπατου Εκπροσώπου για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας διακρίνει τρεις κατηγορίες αρμοδιοτήτων της ΕΕ: τις αποκλειστικές (π.χ., τελωνειακή ένωση), τις συντρέχουσες (π.χ., περιβάλλον, ενέργεια, όπως στην περίπτωση της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου), και τις υποστηρικτικές (π.χ., εκπαίδευση).
Οι έκτη και έβδομη διεύρυνση το 2007 (Βουλγαρία, Ρουμανία) και το 2013 (Κροατία) αντίστοιχα, αύξησαν τον αριθμό των κρατών μελών σε 28. Ωστόσο, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου (Brexit) τον Ιανουάριο του 2020 μείωσε τον αριθμό σε 27 κράτη μέλη. Η Ελλάδα, ως μέλος, υποστηρίζει ενεργά έναν δίκαιο προϋπολογισμό της ΕΕ για στρατηγικές επενδύσεις.
Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις της Συνθήκης της Λισαβόνας, η οικονομική κρίση ανέδειξε εκ νέου τις αδυναμίες της δημοκρατικής δομής της ΕΕ. Η διαχείριση της κρίσης πραγματοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό από όργανα με περιορισμένη θεσμική διαφάνεια, όπως το Eurogroup και η Τρόικα, ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανέλαβε πρωτοφανή ρόλο χωρίς αντίστοιχους μηχανισμούς δημοκρατικού ελέγχου.
Αυτό ενέτεινε τον ευρωσκεπτικισμό και την αίσθηση ότι οι πολίτες απέχουν από τις αποφάσεις που καθορίζουν τη ζωή τους, όπως φαίνεται και σε ζητήματα όπως η μακροχρόνια ανεργία σε ορισμένα κράτη μέλη.
Το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
Το δημοκρατικό έλλειμμα παραμένει ένα σύνθετο και πολυδιάστατο φαινόμενο, συνδεδεμένο τόσο με τη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών όσο και με τις σχέσεις τους με τα κράτη μέλη. Η περαιτέρω εμβάθυνση της ευρωπαϊκής δημοκρατίας αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών και για τη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος στο μέλλον.
Η συνεχής προσαρμογή στις νέες προκλήσεις, από την ενεργειακή ασφάλεια έως την ενίσχυση της αγοράς επιχειρηματικών κεφαλαίων, θα καθορίσει την πορεία της Ένωσης.