Skip to content
Η ληστεία στο Λούβρο: η αποκάλυψη χρόνιων αδυναμιών και η αναγέννηση ενός μνημείου

Η ληστεία στο Λούβρο: η αποκάλυψη χρόνιων αδυναμιών και η αναγέννηση ενός μνημείου


Ιωάννα Κρητικού

Η πρόσφατη ληστεία στο Μουσείο του Λούβρου φέρνει στο φως τις χρόνιες ελλείψεις χρηματοδότησης και ασφαλείας, προκαλώντας πολιτικές αντιδράσεις και επιταχύνοντας σχέδια αναβάθμισης.

Μια κινηματογραφική ληστεία στο Μουσείο του Λούβρου, όπου ληστές κατάφεραν να αποσπάσουν κοσμήματα αξίας περίπου 88 εκατομμυρίων ευρώ μέσα σε λίγα μόλις λεπτά, συγκλόνισε τον κόσμο. Ωστόσο, για τους εργαζομένους του μουσείου, αυτή η τολμηρή ενέργεια δεν αποτέλεσε έκπληξη, αλλά μάλλον μια δραματική αποκάλυψη ενός βαθύτερου, συστημικού προβλήματος: δεκαετίες υποχρηματοδότησης που άφησαν ένα από τα πλέον εμβληματικά πολιτιστικά ιδρύματα της Γαλλίας ευάλωτο.

Αυτό που φάνηκε ακατόρθωτο για τους εγκληματίες, ήταν, για πολλούς, μια αναπόφευκτη συνέπεια της παραμέλησης των υποδομών και της ασφάλειας.

Η «επιτυχία» των ληστών και η αποκάλυψη μιας αλήθειας

Η ταχύτητα και η ευκολία με την οποία πραγματοποιήθηκε η ληστεία κατέδειξαν κρίσιμες αδυναμίες στα συστήματα ασφαλείας του μουσείου. Μια ομάδα τεσσάρων ατόμων κατάφερε να φέρει εις πέρας σε ελάχιστο χρόνο αυτό που οι εργαζόμενοι είχαν προειδοποιήσει εδώ και χρόνια: την εκτεταμένη ευπάθεια του γαλλικού συμβόλου, αποτέλεσμα χρόνων ανεπαρκούς χρηματοδότησης.

Η είδηση αυτή δεν εξέπληξε όσους εργάζονται εντός των τειχών του Λούβρου.

«Μεταξύ συναδέλφων, λέγαμε εδώ και μήνες ότι ήταν απίστευτο που δεν είχε συμβεί ακόμα κάτι δραματικό», δήλωσε η Ελίζ Μούλερ, προϊσταμένη αιθουσών και συνδικαλίστρια στο Μουσείο του Λούβρου, μετά το συμβάν. Η ίδια πρόσθεσε πως οι εκπρόσωποι των συνδικάτων είχαν «επανειλημμένα και με επιμονή» προειδοποιήσει το Γαλλικό Υπουργείο Πολιτισμού για τη σοβαρότητα των προβλημάτων που συνδέονται με την υποχρηματοδότηση.

Προειδοποιήσεις που έπεσαν στο κενό

Πολύ πριν την Κυριακάτικη ληστεία, οι καταγγελίες για υποχρηματοδότηση στο μουσείο συσσωρεύονταν επί μήνες. Ο Γενικός Διοικητής του Λούβρου, Κιμ Φαμ, είχε ενημερώσει τους νομοθέτες κατά τη διάρκεια κοινοβουλευτικής ακρόασης τον Φεβρουάριο για την «κακή κατάσταση, ενίοτε ερειπωμένη», των υποδομών του μουσείου, τονίζοντας την απόλυτη αναγκαιότητα εγκατάστασης αναβαθμίσεων, συμπεριλαμβανομένης της ολικής αναμόρφωσης της ασφάλειας.

Επιπλέον, μια εμπιστευτική έκθεση του Ανώτατου Ελεγκτικού Συνεδρίου της Γαλλίας, της οποίας τμήματα είδε το POLITICO, υπογράμμιζε «επίμονες» καθυστερήσεις στην αντικατάσταση εξοπλισμού ασφαλείας, όπως οι κάμερες. Αναφέρθηκε ότι το ένα τρίτο των αιθουσών στην πτέρυγα του Λούβρου όπου συνέβη η ληστεία φέρεται να μην διέθετε καθόλου κάμερες.

Η έκθεση αυτή επισήμαινε πως ο ρυθμός παλαίωσης των υποδομών ασφαλείας του μουσείου υπερέβαινε κατά πολύ τις επενδύσεις που γίνονταν για την αντιμετώπιση του προβλήματος, ενώ γινόταν λόγος και για μείωση του εξειδικευμένου προσωπικού στην ασφάλεια και την επιτήρηση.

Πολιτικές αντιδράσεις και καταλογισμός ευθυνών

Η ληστεία προκάλεσε άμεσα πολιτικό «κύμα» αντιδράσεων, με φωνές να απαιτούν παραιτήσεις. Το πρώτο «κεφάλι» που ζητούν τόσο η αριστερά όσο και η ακροδεξιά στο Παρίσι είναι αυτό της Υπουργού Πολιτισμού, Ρασιντά Ντατί, η οποία είναι μια δυναμική συντηρητική πολιτικός που σχεδιάζει να διεκδικήσει τη δημαρχία του Παρισιού στις εκλογές του επόμενου έτους.

Η Ντατί παραδέχθηκε ότι η επιτυχία των ληστών μπορεί να συνδέεται εν μέρει με διοικητικές αδυναμίες, αλλά υποστήριξε ότι η ευθύνη είναι κοινή, μετά από «40 χρόνια εγκατάλειψης κατά τα οποία τα προβλήματα σαρώνονταν κάτω από το χαλί». Επεσήμανε επίσης ότι η προσοχή είχε εστιαστεί κυρίως στην ασφάλεια των επισκεπτών και πολύ λιγότερο στην προστασία των έργων τέχνης.

Προτεινόμενο Η λεηλασία του Λούβρου πυροδοτεί πολιτική θύελλα και εγείρει ερωτήματα για την ασφάλεια Η λεηλασία του Λούβρου πυροδοτεί πολιτική θύελλα και εγείρει ερωτήματα για την ασφάλεια

Παράλληλα, υπήρξαν αιτήματα και για την παραίτηση της διευθύντριας του Λούβρου, Λοράνς ντε Καρ. Η ντε Καρ αντιμετώπισε δύσκολες ερωτήσεις στη γαλλική Γερουσία, όπου, παρά το συνήθως πιο κόσμιο κλίμα των συζητήσεων, αμφισβητήθηκε έντονα η ηγεσία της. Κατά τη διάρκεια μιας δίωρης ακρόασης, η 59χρονη επιμελήτρια, φανερά καταπονημένη, προσπάθησε να επιβεβαιώσει ότι οι διαδικασίες ασφαλείας του Λούβρου είχαν ακολουθηθεί σωστά, παρά την επιτυχία της διάρρηξης.

«Παρά τις προσπάθειές μας, νικηθήκαμε», δήλωσε, προσθέτοντας ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας της είχε προσπαθήσει να επιστήσει την προσοχή στην κατάσταση φθοράς και γενικής απαξίωσης του Λούβρου, των κτιρίων και των υποδομών του.

Μετά τη ληστεία, διάφορα δημοσιεύματα έκαναν λόγο για κακοδιαχείριση των οικονομικών από την ντε Καρ, υπονοώντας ότι είχε διαθέσει πόρους σε μη επείγουσες ανάγκες, όπως μια πολυτελής τραπεζαρία. Η ντε Καρ απέρριψε τις κατηγορίες ως «διαστρεβλωμένες» και «προσωπικές επιθέσεις», διευκρινίζοντας ότι η εν λόγω τραπεζαρία ήταν στην πραγματικότητα μια «αίθουσα συναντήσεων που δεν προοριζόταν αποκλειστικά για τον πρόεδρο του Λούβρου».

Αμφισβήτησε επίσης πτυχές της διαρρεύσασας έκθεσης των ελεγκτών, επιμένοντας ότι δεν υπήρξαν καθυστερήσεις στις προγραμματισμένες επενδύσεις για την αναβάθμιση της ασφάλειας και ότι το έγγραφο δεν αντανακλούσε ακόμα τα νέα μέτρα που σκόπευε να παρουσιάσει.

Το όραμα του Μακρόν και η επιτακτική ανάγκη αναβάθμισης

Η ανακαίνιση του Λούβρου προοριζόταν να αποτελέσει ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της θητείας του Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, ανάλογα με την αποκατάσταση της Παναγίας των Παρισίων μετά την καταστροφική πυρκαγιά. Νωρίτερα φέτος, ο Μακρόν είχε ανακοινώσει σχέδια για μια «νέα Αναγέννηση του Λούβρου», ένα δαπανηρό έργο αναμόρφωσης του μουσείου με στόχο την ενημέρωση των υποδομών και της ασφάλειάς του, καθώς και τη μεταφορά του πλέον επισκέψιμου έργου, της «Μόνα Λίζα» του Λεονάρντο ντα Βίντσι, σε δική του, αφιερωμένη αίθουσα.

Μετά τη ληστεία, το έργο απέκτησε πρόσθετη επείγουσα σημασία. Ο Μακρόν ζήτησε προτάσεις για την επιτάχυνση της υλοποίησης των πτυχών που αφορούν την ασφάλεια – συμπεριλαμβανομένων καμερών επιτήρησης νέας γενιάς, ενισχυμένου εντοπισμού περιμέτρου και ενός νέου κεντρικού δωματίου ελέγχου ασφαλείας – με την προθεσμία να έχει τεθεί για την επόμενη εβδομάδα.

Αυτές οι αλλαγές, αν και ο συνολικός εκσυγχρονισμός αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το 2031, θα επισπευσθούν.

Βέβαια, αυτές οι αναβαθμίσεις έχουν σημαντικό κόστος. Για την εύθραυστη κυβέρνηση μειοψηφίας του Πρωθυπουργού Σεμπαστιάν Λεκορνύ, η οποία αντιμετωπίζει ανηφόρα στην προσπάθειά της να τιθασεύσει τα δημόσια οικονομικά, ενώ παράλληλα επενδύει δισεκατομμύρια σε προτεραιότητες όπως η άμυνα και η επανεκβιομηχάνιση, η ασφάλεια μουσείων μπορεί να μην φαντάζει ως ο πλέον πιεστικός λόγος για να αντληθούν πόροι από τα κρατικά ταμεία.

Ωστόσο, όπως δήλωσε η Βαλερί Μπο, εκπρόσωπος του προσωπικού του Λούβρου στο διοικητικό συμβούλιο του μουσείου, «Υπάρχουν δημοσιονομικοί περιορισμοί, αλλά έχουν γίνει οικονομικές υποσχέσεις για το Λούβρο, και πρέπει να τηρηθούν». Τόνισε επίσης ότι το Λούβρο αυτοχρηματοδοτείται κατά 68%, ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό, και ότι για το υπόλοιπο του προϋπολογισμού, το κράτος «δεν μπορεί πλέον να επιβάλει περικοπές στο μουσείο».

Η πίεση για την προστασία αυτής της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς παραμένει έντονη, απαιτώντας άμεσες και ουσιαστικές λύσεις.

Προτεινόμενα

  1. 1
    Η πόλη του Κιέβου και η δοκιμασία της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης
  2. 2
    Τζόναθαν Πάουελ: ο αφανής αρχιτέκτονας πίσω από την εξωτερική πολιτική της Βρετανίας
  3. 3
    Κυβερνητικό αδιέξοδο στις ΗΠΑ: αναστολή εργασίας για το προσωπικό της υπηρεσίας πυρηνικών όπλων

Ροή Ειδήσεων

Προτεινόμενα