Η ρωμαϊκή κυβέρνηση φαίνεται να επανέρχεται με πιο μετρημένα βήματα στην ιδέα ενός ειδικού φόρου για τις τράπεζες, αναζητώντας έναν συμβιβασμό που θα εξασφαλίσει δημόσια έσοδα χωρίς να διαταράξει τις αγορές. Προσαρμοσμένες ρυθμίσεις και διάλογος με τον τραπεζικό κλάδο δείχνουν ότι η νέα προσέγγιση επιδιώκει να εκπληρώσει δημοσιονομικές ανάγκες, ενώ διατηρεί πολιτική σταθερότητα.
Ποιο είναι το σχέδιο και πού αποσκοπεί
Στο τραπέζι των συνομιλιών βρίσκεται μια πρόταση που προβλέπει επιβολή φόρου κοντά στο 4% έως 6% επί των κερδών που υπερβαίνουν το επίπεδο του 2020-2022, με μειωμένα ποσοστά για μικρότερες περιφερειακές τράπεζες. Η πρόταση, όπως τη παρουσιάζουν κυβερνητικοί κύκλοι, στοχεύει σε προσωρινή εφαρμογή και συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα.
Η εφαρμογή του μέτρου φέρεται να προγραμματίζεται για δύο έτη αρχής γενομένης από το 2025, με εκτιμώμενα έσοδα ύψους περίπου δύο έως τρία δισεκατομμύρια ευρώ. Η δομή προσανατολίζεται στην εξισορρόπηση μεταξύ εισπρακτικού στόχου και προστασίας της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Μια τέτοια ρύθμιση δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως μονομερής «ποινή» προς τον κλάδο, αλλά ως εργαλείο δημοσιονομικής πολιτικής, με τεχνικούς κανόνες που στοχεύουν στη νομική ανθεκτικότητα της πρωτοβουλίας και στη διατήρηση αξιοπιστίας στις αγορές.
Διάλογος με τις τράπεζες και θεσμικές αντιδράσεις
Η κυβέρνηση προσανατολίζεται σε διάλογο πριν την νομοθέτηση, με την Ένωση Ιταλικών Τραπεζών (ABI) να παραμένει κεντρικός συνομιλητής αλλά, σύμφωνα με πηγές, ακόμη να μην έχει συνεδριάσει επισήμως με το Υπουργείο Οικονομικών. Η πρακτική αυτή αντανακλά την επιδίωξη συμφωνημένης λύσης και τη βούληση αποφυγής αιφνιδιασμών.
Ορισμένοι εποπτικοί φορείς, μεταξύ των οποίων και η Τράπεζα της Ιταλίας, είχαν επικρίνει προηγούμενες απόπειρες επιβολής βαρύτερων φόρων, όμως στελέχη παρατηρούν ότι η σημερινή κατάσταση των τραπεζών επιτρέπει την επιβολή ενός συνετού μέτρου χωρίς ουσιαστική διατάραξη της ρευστότητας.
Στο εσωτερικό των τραπεζών υπάρχει αναγνώριση της ανάγκης για συμβιβασμό, καθώς αρκετές είχαν ωφεληθεί από την αύξηση των επιτοκίων τα προηγούμενα χρόνια. Η νέα προσέγγιση επιχειρεί να μετατρέψει αυτή τη δημοσιονομική επιλογή σε κοινωνικό εργαλείο μέσω στοχευμένων παροχών.
Πολιτικές αναταράξεις και συμμαχίες στην κυβέρνηση
Η πρόταση συναντά διαφοροποιημένες πολιτικές αντιδράσεις μέσα στον κυβερνητικό συνασπισμό. Το Forza Italia έχει εκφράσει επιφυλάξεις και μια πιο φιλελεύθερη οικονομική θέση, χαρακτηρίζοντας την ιδέα του φόρου ως πιθανή κρατική παρέμβαση υπερβολικού εύρους.
Αντίθετα, η League παραμένει ένθερμος υποστηρικτής μιας επιθετικότερης πολιτικής απέναντι στις τράπεζες, με τον ηγέτη της να τονίζει την ανάγκη για διανομή κερδών προς τους πελάτες και τις ευάλωτες ομάδες. Αυτές οι συγκλίσεις και αποκλίσεις καθορίζουν τις πολιτικές ισορροπίες στη Βουλή.
Η Αθήνα των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων παρακολουθεί προσεκτικά, καθώς οι επιλογές της Ρώμης μπορεί να λειτουργήσουν ως περαιτέρω σημεία αναφοράς για φορολογικές πολιτικές σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Σκοπός αναδιανομής και πιθανοί επιδράσεις
Κεντρικό στοιχείο της πρωτοβουλίας είναι η ανακατεύθυνση μέρους των εξαιρετικών κερδών προς νοικοκυριά, ιδιοκτήτες στεγαστικών δανείων και επιχειρήσεις που επλήγησαν από την αύξηση επιτοκίων, σε μια προσπάθεια να διορθωθούν δομικές ανισορροπίες που δημιούργησε η νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης.
Παράλληλα, η κυβέρνηση εξετάζει και άλλα φορολογικά εργαλεία, όπως φόρο στις εταιρικές επαναγορές μετοχών, το οποίο θα επηρεάσει ευρύτερα επιχειρήσεις και όχι αποκλειστικά τράπεζες. Τέτοιες παρεμβάσεις αναμένεται να αξιολογηθούν μέσω οικονομικών επιπτώσεων και νομικών γνωμοδοτήσεων.
Η τελική μορφή του μέτρου, η νομική του κάλυψη και το κατά πόσον θα ενσωματωθεί στον επόμενο προϋπολογισμό παραμένουν να διευκρινιστούν, ενώ πολιτικοί διάλογοι και τεχνικές λεπτομέρειες θα καθορίσουν το τελικό αποτέλεσμα.