Η γαλλική νομοθεσία απέκτησε σαφή αναφορά στη συναίνεση: το κοινοβούλιο ενέκρινε νέα ρύθμιση που θεωρεί κάθε σεξουαλική πράξη χωρίς ρητή συναίνεση ως μορφή σεξουαλικής επίθεσης. Η κίνηση αυτή ήρθε μετά από δημόσια αναταραχή και έντονες δικαστικές συζητήσεις που πυροδότησε η υπόθεση της Gisèle Pélicot, με στόχο να γεφυρωθεί το κενό ανάμεσα στον ποινικό ορισμό και τον κοινωνικό κανόνα της ελεύθερης συγκατάθεσης.
Τι αλλάζει στον νομικό ορισμό
Με το νέο κείμενο, o νόμος επισημαίνει ότι δεν αρκεί πια η ύπαρξη βίας ή απειλής για να στοιχειοθετηθεί ο βιασμός· καθοριστικός παράγοντας γίνεται η έλλειψη συναίνεσης. Η συναίνεση πρέπει να έχει χαρακτήρα ελεύθερο και ενημερωμένο, να δίνεται για μία συγκεκριμένη πράξη πριν από την τέλεσή της και να μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε.
Σημαντική ρήτρα του νέου πλαισίου είναι ότι δεν μπορεί να συναχθεί συγκατάθεση απλώς από τη σιωπή ή την απουσία αντίδρασης του θύματος, στοιχείο που στο παρελθόν προκαλούσε διχογνωμία σε αρκετές δίκες. Η αλλαγή αυτή στοχεύει στην προστασία των θυμάτων αλλά και στη διευκόλυνση της αποσαφήνισης των αποδεικτικών στοιχείων στα δικαστήρια.
Η υπόθεση Pélicot που έδωσε ώθηση
Η δημόσια συζήτηση εντάθηκε μετά τη δίκη για την υπόθεση της Gisèle Pélicot, όπου δεκάδες άνδρες κατηγορήθηκαν για σεξουαλική επίθεση — με το κατηγορητήριο να περιλαμβάνει τουλάχιστον πλήθος καταγγελιών και ισχυρισμούς ότι ορισμένοι δράστες ενεργούσαν με τη βοήθεια του πρώην συζύγου της, ο οποίος φέρεται ότι την νάρκωσε.
Η υπόθεση Pélicot ανέδειξε νομικά κενά, καθώς υπήρξαν υπερασπιστικές γραμμές που επεσήμαναν πως ο προηγούμενος ορισμός του εγκλήματος βασιζόταν στην ύπαρξη βίας ή εξαναγκασμού, αφήνοντας περιθώρια ερμηνειών για πράξεις όπου η συναίνεση ήταν αμφίβολη ή ανύπαρκτη.
Πολιτικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο
Το νομοθετικό εγχείρημα δεν έλαβε χώρα σε κενό· προσπάθειες για παρόμοια αναθεώρηση είχαν εμφανιστεί στο παρελθόν, ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2022 για την ταξινόμηση κάθε μη συναινετικής σεξουαλικής πράξης ως βιασμού αποσύρθηκε μετά από αντιρρήσεις αρκετών κρατών.
Αυτή η δυναμική περιγράφει τη πολιτική ευαισθησία γύρω από το θέμα.
Σε εθνικό επίπεδο, ο πρόεδρος Emmanuel Macron είχε εκφράσει τη στήριξή του στην επαναπροσέγγιση του ορισμού χωρίς να τη θεωρεί αποκλειστικά ευρωπαϊκή αρμοδιότητα. Η βουλευτής Véronique Riotton, συν-συντάκτρια του νομοσχεδίου, χαρακτήρισε την ψήφιση ως «θετικό γεγονός» που αποδεικνύει ότι το κοινοβούλιο μπορεί να προχωρήσει ακόμη και όταν το πολιτικό σκηνικό είναι δύσκολο, δηλώνοντας παράλληλα στο POLITICO την ικανοποίησή της.
Επιπτώσεις για τη δικαστική πρακτική
Στην πράξη, η εφαρμογή του νέου πλαισίου αναμένεται να επηρεάσει τον τρόπο διερεύνησης των υποθέσεων στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης και στη δίκη. Η έμφαση στη συναίνεση μετατοπίζει το βάρος σε στοιχεία όπως η διαδοχή γεγονότων, η επικοινωνία πριν τη σεξουαλική πράξη και οι μαρτυρίες τρίτων — παράγοντες που θα αξιολογούνται υπό το πρίσμα της ρητής συγκατάθεσης.
Η αλλαγή επίσης περιορίζει την ερμηνεία που επέλεγαν ορισμένοι κατηγορούμενοι ότι πίστευαν πως συμμετείχαν σε κάποια κοινή σεξουαλική πρακτική, μια γραμμή υπεράσπισης που είχε εμφανιστεί στη δίκη για την υπόθεση Pélicot. Το νέο κείμενο καθιστά σαφές ότι η υποτιθέμενη «πίστη» δεν αντικαθίσταται την ανάγκη για προηγούμενη συγκατάθεση.
Προκλήσεις στην εφαρμογή και κοινωνικός αντίκτυπος
Η μεταρρύθμιση δεν προβλέπει άμεσα λύσεις σε όλες τις πρακτικές δυσκολίες: αποδεικτική δυσχέρεια, δυσπιστία σε καταθέσεις χωρίς φυσικά ίχνη βίας και η ανάγκη για ευαισθητοποίηση των διωκτικών αρχών παραμένουν. Παρ’ όλα αυτά, ο νέος νόμος αναμένεται να λειτουργήσει ως εργαλείο νομικής πρόληψης αλλά και βάσης για εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες.
Στην κοινωνία, η κίνηση αυτή μπορεί να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των θυμάτων στο σύστημα, ενώ ταυτόχρονα θα απαιτήσει εκτεταμένη κατάρτιση των δικαστών και των αστυνομικών για την ορθή εφαρμογή των νέων κριτηρίων και της νόμος περί βιασμού πρακτικής.
Η αλλαγή στον γαλλικό νομικό ορισμό της σεξουαλικής βίας σηματοδοτεί μια σημαντική στροφή προς την αναγνώριση της συναίνεσης ως κεντρικής έννοιας: πρόκειται για ένα βήμα που θα απαιτήσει χρόνο, δικαστική εμπειρία και δημόσια συζήτηση ώστε να αποτυπωθεί πλήρως στην καθημερινή πρακτική.