- Ο Κιρ Στάρμερ παραδέχτηκε ότι το Brexit έβλαψε σημαντικά την οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου.
- Κάλεσε για στενότερες σχέσεις με την ΕΕ και αποδοχή των αναγκαίων αντισταθμίσεων.
- Οι συνομιλίες για το αμυντικό πρόγραμμα SAFE της ΕΕ κατέρρευσαν λόγω διαφωνίας στο κόστος.
- Υπερασπίστηκε τον πρόσφατο προϋπολογισμό, αλλά απέκλεισε αύξηση στον φόρο εισοδήματος.
Ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Κιρ Στάρμερ, δήλωσε τη Δευτέρα ότι το Brexit έχει «πλήξει σημαντικά την οικονομία» της χώρας, τονίζοντας την ανάγκη για στενότερες σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μιλώντας στο κεντρικό Λονδίνο, υπογράμμισε ότι οι Βρετανοί πρέπει να αποδεχτούν τις αναγκαίες «αντισταθμίσεις» για την οικονομική ανανέωση. Αυτή η δήλωση έρχεται λίγες ημέρες μετά το αδιέξοδο στις συνομιλίες για το πρόγραμμα δανείων-όπλων SAFE της ΕΕ.
Αυτή η εξέλιξη έρχεται ως συνέχεια μιας περιόδου έντονης οικονομικής αβεβαιότητας για το Ηνωμένο Βασίλειο, με το Brexit να αποτελεί κεντρικό σημείο των πολιτικών και οικονομικών συζητήσεων. Οι δηλώσεις του Κιρ Στάρμερ σηματοδοτούν μια αλλαγή στον τόνο της βρετανικής πολιτικής ηγεσίας, αναγνωρίζοντας ανοιχτά τις αρνητικές επιπτώσεις της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και προτείνοντας μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση για το μέλλον των σχέσεων.
Η παραδοχή για το οικονομικό πλήγμα
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο κεντρικό Λονδίνο, ο Κιρ Στάρμερ τόνισε ότι το Brexit «έβλαψε σημαντικά την οικονομία μας», μια δήλωση που υπογραμμίζει την ανάγκη για «οικονομική ανανέωση» στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σύμφωνα με το POLITICO, ο Βρετανός πρωθυπουργός υποστήριξε ότι οι «τριβές» με το ευρωπαϊκό μπλοκ πρέπει να μειωθούν, καλώντας τους Βρετανούς να «αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα» και να αποδεχτούν τις αναγκαίες «αντισταθμίσεις» για μια στενότερη σχέση με την ΕΕ. Αυτή η προσέγγιση θεωρείται κρίσιμη για την αποκατάσταση της οικονομικής σταθερότητας και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των αγορών.
Ο προϋπολογισμός και οι αμυντικές συνομιλίες
Οι δηλώσεις του Στάρμερ έγιναν λίγες ημέρες αφότου οι συνομιλίες μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών για τη συμμετοχή της Βρετανίας στο πρόγραμμα δανείων-όπλων SAFE της ΕΕ, ύψους 150 δισεκατομμυρίων ευρώ, κατέρρευσαν. Το αδιέξοδο προέκυψε λόγω διαφωνίας σχετικά με το κόστος συμμετοχής του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως αναφέρθηκε πρόσφατα (Η Βρετανία: Αδιέξοδο στις συνομιλίες για το αμυντικό ταμείο SAFE της ΕΕ). Παράλληλα, ο πρωθυπουργός υπερασπίστηκε σθεναρά τον πρόσφατο προϋπολογισμό της κυβέρνησης, ο οποίος περιλάμβανε αυξήσεις φόρων, επιμένοντας ότι οι επιλογές που έγιναν ήταν «δίκαιες, αναγκαίες και θεμελιωδώς καλές για την ανάπτυξη». Ωστόσο, παραδέχτηκε δημόσια ότι οι υπουργοί είχαν εξετάσει – και στη συνέχεια απέρριψαν – μια αύξηση του βασικού συντελεστή φορολογίας εισοδήματος, η οποία θα παραβίαζε τις προεκλογικές δεσμεύσεις.
Νομικοί κύκλοι και οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η αναγνώριση των οικονομικών επιπτώσεων του Brexit από τον πρωθυπουργό αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς την επανεξέταση της στρατηγικής της χώρας. Η αγορά φαίνεται να προεξοφλεί ότι η μείωση των τριβών με την ΕΕ, μέσω συμφωνιών όπως η προτεινόμενη συμφωνία SPS για τους συνοριακούς ελέγχους σε φυτικά και ζωικά προϊόντα και οι συνομιλίες για ένα σύστημα εμπορίας εκπομπών, θα μπορούσε να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και να συμβάλει στην οικονομική σταθερότητα. Ωστόσο, ο σκεπτικισμός παραμένει σχετικά με την ταχύτητα υλοποίησης αυτών των αλλαγών και την προθυμία του πολιτικού συστήματος να αποδεχθεί τις αναγκαίες «αντισταθμίσεις».
Οι επόμενες κινήσεις και οι προκλήσεις
Ο Κιρ Στάρμερ υπογράμμισε τη σημασία της μείωσης του πληθωρισμού και της διατήρησης της εμπιστοσύνης των αγορών ως τις πιο σημαντικές ενέργειες για την ανάπτυξη και τις επιχειρήσεις. Η πορεία προς μια στενότερη σχέση με την ΕΕ, παρά τις πρόσφατες αποτυχίες στις συνομιλίες για την άμυνα, παραμένει κεντρικός στόχος για την κυβέρνησή του. Αυτό απαιτεί μια «ενήλικη» προσέγγιση και την αποδοχή ότι θα χρειαστούν συμβιβασμοί για την επίτευξη των μακροπρόθεσμων οικονομικών στόχων του Ηνωμένου Βασιλείου. Η ισορροπία μεταξύ της εθνικής κυριαρχίας και της οικονομικής αναγκαιότητας θα αποτελέσει την κύρια πρόκληση για την βρετανική κυβέρνηση στο άμεσο μέλλον.