- Το κοινοβούλιο της Λιθουανίας ψήφισε τροπολογία που εμπλέκει έναν γάτο στη διοίκηση της LRT.
- Ο Πρόεδρος Ναουσέντα χαρακτήρισε την κατάσταση ως αυτοπροκληθείσα υβριδική επίθεση.
- Η τελική ψηφοφορία για τη μεταρρύθμιση αναβλήθηκε για τον Ιανουάριο του 2026.
- Πάνω από 140.000 πολίτες υπέγραψαν ψήφισμα κατά των νομοθετικών αλλαγών.
Το κοινοβούλιο της Λιθουανίας προχώρησε σε μια πρωτοφανή κίνηση, υπερψηφίζοντας μια τροπολογία που εμπλέκει έναν γάτο στη διαδικασία παύσης της διοίκησης της δημόσιας τηλεόρασης (LRT). Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του POLITICO, η κίνηση αυτή αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής σύγκρουσης για τον έλεγχο των Μέσων Ενημέρωσης, την οποία ο Πρόεδρος Γκιτάνας Ναουσέντα χαρακτήρισε ως μια «υβριδική επίθεση» της χώρας στον ίδιο της τον εαυτό.
Το παρασκήνιο της υπόθεσης συνδέεται με μια εσπευσμένη αναθεώρηση των κανόνων λειτουργίας της LRT, η οποία, σύμφωνα με τους επικριτές, στοχεύει στην απομάκρυνση της γενικής διευθύντριας, Μόνικα Γκαρμπατσιαουσκάιτε-Μπουντριένε. Παρόλο που ένας πρόσφατος έλεγχος εντόπισε ελλείψεις, δεν πρότεινε αλλαγή στην ηγεσία, γεγονός που πυροδότησε έντονες αντιδράσεις από την αντιπολίτευση και την κοινωνία των πολιτών στην πολιτική σκηνή της Λιθουανίας.
Ο μαύρος γάτος “Nuodėgulis” και η κοινοβουλευτική αναταραχή
Η ασυνήθιστη κατάσταση προέκυψε όταν βουλευτές της αντιπολίτευσης, στην προσπάθειά τους να επιβραδύνουν τη νομοθετική διαδικασία, κατέθεσαν περισσότερες από 100 τροπολογίες. Μία από αυτές ορίζει ότι η γενική διευθύντρια της LRT μπορεί να απολυθεί μόνο εάν ο μαύρος γάτος της βουλευτού Άγκνε Σιρινσκιένε, ονόματι Nuodėgulis (που σημαίνει «απανθρακωμένο κάρβουνο»), εκφράσει έλλειψη εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό της. Παραδόξως, το κοινοβούλιο (Seimas) ψήφισε υπέρ του πακέτου των τροπολογιών, συμπεριλαμβανομένης αυτής για τον γάτο.
Η τελική ψηφοφορία για τις αλλαγές στον νόμο αναμενόταν την Πέμπτη, 18 Δεκεμβρίου 2025, ωστόσο η διαδικασία πάγωσε καθώς ο πρόεδρος της επιτροπής πολιτισμού νοσηλεύεται στο νοσοκομείο. Ο Πρόεδρος του κοινοβουλίου, Γιουόζας Όλεκας, δήλωσε ότι η ψηφοφορία πιθανότατα θα μεταφερθεί για τον Ιανουάριο, δίνοντας χρόνο για περαιτέρω διαβουλεύσεις.
Η αντίδραση Ναουσέντα και η «υβριδική επίθεση»
Ο Πρόεδρος Γκιτάνας Ναουσέντα, προσερχόμενος στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις Βρυξέλλες, ειρωνεύτηκε το γεγονός, διερωτώμενος αν οι δημοσιογράφοι του μιλούν για ένα σοβαρό νομοσχέδιο ή αν του λένε ανέκδοτα. Ωστόσο, η στάση του έγινε αυστηρή όταν αναφέρθηκε στις γεωπολιτικές προεκτάσεις, τονίζοντας ότι η Λιθουανία οργανώνει μια υβριδική επίθεση εναντίον του εαυτού της. «Δεν χρειάζεται να στέλνουν μπαλόνια από τη Λευκορωσία, αφού οι ίδιοι οι Λιθουανοί κλονίζουν το σκάφος τους σε έναν ήδη ταραγμένο ωκεανό», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Νομικοί κύκλοι και πολιτικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η γελοιοποίηση της νομοθετικής διαδικασίας υπονομεύει το κύρος των θεσμών. Η Πρωθυπουργός Ίνγκα Ρουγκινιένε χαρακτήρισε την κατάσταση στο κοινοβούλιο «απολύτως απαράδεκτη», ενώ ο Πρόεδρος έχει ήδη προτείνει την παραίτηση του διοικητικού συμβουλίου της LRT και τον σχηματισμό ενός νέου οργάνου, μια κίνηση που φαίνεται να βρίσκει σύμφωνη και την κυβέρνηση.
Κύμα διαμαρτυριών και λαϊκή οργή
Η κρίση έχει μεταφερθεί και στους δρόμους, με χιλιάδες πολίτες να διαδηλώνουν έξω από το κοινοβούλιο στις 16 και 17 Δεκεμβρίου. Περισσότεροι από 140.000 άνθρωποι έχουν υπογράψει διαδικτυακό ψήφισμα κατά των μεταρρυθμίσεων, αριθμός ρεκόρ για μια χώρα με πληθυσμό μικρότερο των 3 εκατομμυρίων. Παράλληλα, περίπου τα δύο τρίτα του εργατικού δυναμικού της LRT κάλεσαν το Συμβούλιο να παραιτηθεί, κάτι που θα οδηγούσε αυτόματα και στην αποχώρηση της γενικής διευθύντριας.
Οι αντιδράσεις και τα επόμενα βήματα
Η επόμενη μέρα για τη δημόσια τηλεόραση της Λιθουανίας παραμένει αβέβαιη, καθώς η αναβολή της ψηφοφορίας για τον Ιανουάριο παρατείνει την πολιτική αβεβαιότητα. Ο Πρόεδρος Ναουσέντα διατηρεί το δικαίωμα του βέτο, το οποίο ενδέχεται να ασκήσει αν το τελικό κείμενο του νόμου περιλαμβάνει τις παράδοξες τροπολογίες της αντιπολίτευσης. Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, καθώς η ελευθερία και η ανεξαρτησία των δημόσιων μέσων ενημέρωσης αποτελούν κρίσιμο δείκτη για τη δημοκρατική σταθερότητα της χώρας.