- Η γαλλική επιχειρηματική κοινότητα προσεγγίζει τον ακροδεξιό Εθνικό Συναγερμό ενόψει των εκλογών του 2027.
- Στόχος είναι η επιρροή της οικονομικής ατζέντας του κόμματος προς μια πιο φιλική προς την αγορά κατεύθυνση.
- Οι οικονομικές θέσεις του Εθνικού Συναγερμού εμφανίζουν αντιφάσεις, προκαλώντας ανησυχία στους επιχειρηματίες.
- Υπάρχει εσωτερική διάσπαση στο κόμμα μεταξύ των γραμμών Λε Πεν και Μπαρντελά.
- Οι αναλυτές εκφράζουν αμφιβολίες για το αν οι υποσχέσεις θα τηρηθούν εάν το κόμμα αναλάβει την εξουσία.
Η επιχειρηματική κοινότητα της Γαλλίας σπεύδει να προσεγγίσει τον Εθνικό Συναγερμό, το ακροδεξιό κόμμα που αναμένεται να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 2027, σε μια προσπάθεια να διαμορφώσει την οικονομική του ατζέντα. Αυτή η κίνηση σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή στάσης από την πλευρά της γαλλικής επιχειρηματικής ελίτ, η οποία για χρόνια αντιμετώπιζε το κόμμα με καχυποψία.
Αυτή η εξέλιξη έρχεται ως συνέχεια μιας μακράς περιόδου καχυποψίας και απόστασης μεταξύ της γαλλικής επιχειρηματικής ελίτ και του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερμού (RN). Παραδοσιακά, οι επιχειρηματίες θεωρούσαν το κόμμα ως έναν λαϊκιστικό σχηματισμό με ασαφείς και συχνά αντι-αγοραίες οικονομικές θέσεις, αποφεύγοντας κάθε άμεση επαφή. Ωστόσο, η ραγδαία άνοδος του RN στις δημοσκοπήσεις και η πιθανότητα ανάληψης της εξουσίας έχει αναγκάσει σε επανεκτίμηση της στρατηγικής τους.
Η στροφή της επιχειρηματικής κοινότητας
Η γαλλική επιχειρηματική κοινότητα, γνωστή και ως «France Inc.», βρίσκεται σε έναν αγώνα δρόμου για να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας με στελέχη του Εθνικού Συναγερμού, όπως η Μαρίν Λε Πεν και ο Ζορντάν Μπαρντελά. Στόχος είναι να πιέσουν το κόμμα να υιοθετήσει μια πιο φιλική προς την αγορά ατζέντα, καθώς η Γαλλία αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης. Όπως μεταδίδει το POLITICO, αυτή η «επίθεση γοητείας» εκτυλίσσεται τόσο σε κλειστές συναντήσεις όσο και σε δημόσιες εκδηλώσεις, όπως το Paris Air Show και συνέδρια επιχειρηματικών λόμπι. Ένας πρώην κυβερνητικός σύμβουλος, που εργάζεται πλέον στον ιδιωτικό τομέα, δήλωσε ότι οι επιχειρηματικοί ηγέτες καταβάλλουν πλέον μια συντονισμένη προσπάθεια να κατανοήσουν και να επηρεάσουν την οικονομική κοσμοθεωρία του κόμματος. Η ίδια η ακροδεξιά παράταξη επιδιώκει να ενισχύσει τους δεσμούς της με τον επιχειρηματικό κόσμο, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για μεγαλύτερη αξιοπιστία.
Οι αντιφατικές οικονομικές θέσεις του Εθνικού Συναγερμού
Παρά τις προσπάθειες του Ζορντάν Μπαρντελά να «γυαλίσει» την οικονομική πλατφόρμα του Εθνικού Συναγερμού, οι ανησυχίες της επιχειρηματικής κοινότητας εντείνονται από τις αντιφατικές ενέργειες του κόμματος κατά τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό της Γαλλίας. Ενώ ο Εθνικός Συναγερμός έχει κατά καιρούς ζητήσει περικοπές δαπανών και μείωση του δημόσιου χρέους, έχει επίσης ψηφίσει υπέρ δισεκατομμυρίων σε αυξήσεις φόρων και μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης. Μάλιστα, την Πέμπτη, βουλευτές του κόμματος βοήθησαν στην ψήφιση ενός νομοσχεδίου της άκρας αριστεράς για την εθνικοποίηση του χαλυβουργικού κολοσσού ArcelorMittal, απέχοντας από την ψηφοφορία. Πριν από τις διαπραγματεύσεις, τόσο η Λε Πεν όσο και ο Μπαρντελά ζητούσαν πρόωρες εκλογές, κάτι που ήταν αντίθετο με τα συμφέροντα των επιχειρηματιών. Την προηγούμενη εβδομάδα, για πρώτη φορά, μια δημοσκόπηση έδειξε ότι ο Μπαρντελά θα κέρδιζε και τους δύο γύρους των προεδρικών εκλογών έναντι οποιουδήποτε άλλου υποψηφίου, γεγονός που ενισχύει την πιθανότητα ανάληψης της εξουσίας από την ακροδεξιά.
Αυτό που ανησυχεί ιδιαίτερα τους αναλυτές είναι η ασάφεια στην οικονομική θέση του Εθνικού Συναγερμού, η οποία αντανακλά μια βαθιά διάσπαση στο εσωτερικό του κόμματος. Ο Ματιέ Γκαλάρ, δημοσκόπος της Ipsos, επισημαίνει ότι η προσπάθεια του κόμματος να συνυπάρξουν οι διαφορετικές γραμμές της Λε Πεν (αντιμεταναστευτική, προστατευτική) και του Μπαρντελά (πιο οικονομικά φιλελεύθερη) καθιστά την οικονομική τους στάση ασαφή. Η αγορά φαίνεται να προεξοφλεί μια πιθανή «στροφή U» στην πολιτική, παρόμοια με αυτή της Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία ή του Αλέξη Τσίπρα στην Ελλάδα το 2015, ο οποίος αναγκάστηκε να αλλάξει πορεία από την αντιλιτότητα.
Οι ανησυχίες των επιχειρηματιών και οι προσδοκίες για το 2027
Οι διφορούμενες θέσεις του Εθνικού Συναγερμού έχουν προκαλέσει έντονη ανησυχία στους διευθύνοντες συμβούλους γαλλικών εταιρειών που είναι εισηγμένες στον δείκτη CAC40, οι οποίοι τον χαρακτηρίζουν ως «απερίσκεπτο». Η σταθερότητα αποτελεί το κύριο ζητούμενο για τον επιχειρηματικό κόσμο, ο οποίος ελπίζει ότι οι ακροδεξιοί θα υιοθετήσουν μια λιγότερο εκρηκτική πορεία μόλις βρεθούν στην εξουσία. Το κόμμα έχει δείξει παρόμοια ευελιξία στο παρελθόν, όπως η εγκατάλειψη της υποστήριξης για έξοδο από την ευρωζώνη μετά την εκλογική ήττα του 2017. Στελέχη όπως ο Ρενό Λαμπάιγ, στενός σύμμαχος της Λε Πεν, υποδηλώνουν ότι ένας Γάλλος πρόεδρος από τον Εθνικό Συναγερμό θα ακολουθούσε το μοντέλο της Μελόνι, τονίζοντας την ανάγκη για ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και το χαμηλότερο δυνατό έλλειμμα. Ωστόσο, ο πολιτικός σχολιαστής Αλέν Μινκ προειδοποιεί ότι οι επιχειρηματίες που πιστεύουν ότι θα μπορέσουν να επηρεάσουν την ακροδεξιά θα βρεθούν προ δυσάρεστων εκπλήξεων εάν ο Μπαρντελά ή η Λε Πεν κερδίσουν το 2027, καθώς «δεν αντιλαμβάνονται την αίσθηση της δύναμης που προκύπτει όταν 15 εκατομμύρια άνθρωποι σε ψηφίζουν».
Το μέλλον της γαλλικής πολιτικής σκηνής
Η προσέγγιση της επιχειρηματικής κοινότητας και οι εσωτερικές δυναμικές του Εθνικού Συναγερμού διαμορφώνουν ένα πολύπλοκο πολιτικό τοπίο στη Γαλλία ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2027. Η διαφορετική προσέγγιση μεταξύ της Μαρίν Λε Πεν, ως πρωταθλήτριας των απογοητευμένων ψηφοφόρων, και του Ζορντάν Μπαρντελά, ως πιο εκλεπτυσμένης και οικονομικά φιλελεύθερης επιλογής, θα συνεχίσει να επηρεάζει την οικονομική ατζέντα του κόμματος. Η ευρύτερη στρατηγική της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, η οποία έχει αρχίσει να υιοθετεί μια πιο επαγγελματική προσέγγιση στην πολιτική, ενδέχεται να προσφέρει κάποια στοιχεία για την πιθανή μελλοντική πορεία του Εθνικού Συναγερμού. Ωστόσο, η αβεβαιότητα παραμένει σχετικά με το κατά πόσο οι δεσμεύσεις προς την επιχειρηματική κοινότητα θα τηρηθούν εάν το κόμμα αναλάβει την εξουσία, καθώς η αίσθηση της λαϊκής εντολής μπορεί να υπερισχύσει των υποσχέσεων.