- Οι χώρες της ΕΕ ζητούν δεύτερο αμυντικό ταμείο SAFE λόγω της υπερβολικής ζήτησης για το αρχικό πρόγραμμα.
- Το πρώτο πρόγραμμα SAFE των 150 δισ. ευρώ έχει ήδη υπερκαλυφθεί, πριν καν ξεκινήσει η διανομή των κεφαλαίων.
- Η ΕΕ έχει μετασχηματίσει τον αμυντικό της ρόλο, με επενδύσεις 800 δισ. ευρώ να προβλέπονται έως το 2030.
- Η πρόταση για νέο ταμείο αναμένεται να προκαλέσει πολιτικές συγκρούσεις στις διαπραγματεύσεις του προϋπολογισμού του 2026.
Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αποκάλυψε την Πέμπτη ότι οι κυβερνήσεις των κρατών μελών της ΕΕ ζητούν ήδη τη δημιουργία ενός δεύτερου προγράμματος χρηματοδότησης άμυνας SAFE, πριν καν ξεκινήσει η διανομή των κεφαλαίων του πρώτου. Η ζήτηση για το αρχικό πρόγραμμα, ύψους 150 δισεκατομμυρίων ευρώ, έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα διαθέσιμα κονδύλια, αναδεικνύοντας την επιτακτική ανάγκη για ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας.
Η εξέλιξη αυτή έρχεται ως συνέχεια της πρωτοφανούς ταχύτητας με την οποία έχει αναδιαμορφωθεί ο ρόλος της ΕΕ στον τομέα της άμυνας τον τελευταίο χρόνο, αντανακλώντας τις γεωπολιτικές προκλήσεις και την ανάγκη για μεγαλύτερη αυτονομία. Η ενισχυμένη ζήτηση για κοινές αμυντικές προμήθειες υπογραμμίζει τη δέσμευση των κρατών μελών να επενδύσουν στην ασφάλειά τους, αλλά και τις δημοσιονομικές πιέσεις που αντιμετωπίζουν.
Η αυξανόμενη ζήτηση για αμυντική χρηματοδότηση
Μιλώντας στην εκδήλωση POLITICO 28, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, τόνισε ότι το πρόγραμμα SAFE (Security Action for Europe), το οποίο παρέχει φθηνά δάνεια για την αγορά όπλων, έχει αναδειχθεί σε μεγάλη επιτυχία της προσπάθειας επανεξοπλισμού του μπλοκ. Το αρχικό ποσό των 150 δισεκατομμυρίων ευρώ έχει ήδη υπερκαλυφθεί από τα κράτη μέλη, με αποτέλεσμα ορισμένα από αυτά να ζητούν επίμονα ένα δεύτερο εργαλείο SAFE. Το πρόγραμμα έχει σχεδιαστεί για να διευκολύνει τις χώρες να προμηθεύονται από κοινού όπλα και πυρομαχικά από την ευρωπαϊκή βιομηχανία, χρηματοδοτούμενα από δάνεια χαμηλού επιτοκίου. Τα εθνικά σχέδια προμηθειών υποβλήθηκαν το φθινόπωρο, και η ζήτηση ξεπέρασε τα διαθέσιμα κεφάλαια, όπως ανέφερε η Πρόεδρος της Επιτροπής. Πρόσφατα, ο Καναδάς έκλεισε συμφωνία για ένταξη στο αμυντικό πρόγραμμα SAFE, σηματοδοτώντας την πρώτη φορά που μια τρίτη χώρα συμμετέχει επίσημα σε αυτή την πρωτοβουλία.
Η μεταμόρφωση του αμυντικού ρόλου της ΕΕ
Η φον ντερ Λάιεν υπογράμμισε ότι ο αμυντικός ρόλος της ΕΕ έχει μετασχηματιστεί με πρωτοφανή ταχύτητα τον τελευταίο χρόνο. «Αν κοιτάξετε τον τελευταίο χρόνο όσον αφορά την άμυνα, έχουν συμβεί περισσότερα από ό,τι τις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση», δήλωσε χαρακτηριστικά. Αναφέρθηκε στη δημιουργία του πρώτου πλήρους απασχόλησης Επιτρόπου Άμυνας της ΕΕ και στη δημοσίευση του πρώτου σχεδίου αμυντικής ετοιμότητας. Σε αντίθεση με την προηγούμενη δεκαετία, κατά την οποία επενδύθηκαν μόλις 8 δισεκατομμύρια ευρώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την άμυνα, η τρέχουσα ώθηση έχει οδηγήσει σε επενδύσεις ύψους 800 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2030.
Πολιτικές συγκρούσεις και δημοσιονομικές προκλήσεις
Η αναγνώριση της φον ντερ Λάιεν ότι οι πρωτεύουσες επιθυμούν ένα «δεύτερο SAFE» αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας για τη συνέχιση της αύξησης των αμυντικών δαπανών. Αυτό αναμένεται να προκαλέσει σημαντική πολιτική σύγκρουση το 2026, όταν οι χώρες θα επαναδιαπραγματευτούν τον επόμενο μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ. Υπάρχουν ήδη εκκλήσεις οι αμυντικές δαπάνες να είναι δέκα φορές μεγαλύτερες από ό,τι στον τρέχοντα προϋπολογισμό. Νομικοί κύκλοι επισημαίνουν ότι οποιαδήποτε προσπάθεια των χωρών να δανειστούν από κοινού για τη χρηματοδότηση της άμυνας θα συναντήσει επίσης αντιστάσεις από τις λεγόμενες «φειδωλές» πρωτεύουσες, οι οποίες τάσσονται υπέρ της δημοσιονομικής λιτότητας και της αποφυγής κοινών χρεών.
Η επόμενη μέρα για την ευρωπαϊκή άμυνα
Η έντονη ζήτηση για ένα δεύτερο αμυντικό ταμείο SAFE υπογραμμίζει την αλλαγή παραδείγματος στην ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας και άμυνας. Η ΕΕ βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, όπου η ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων θεωρείται πλέον επιτακτική. Ωστόσο, η υλοποίηση αυτών των φιλόδοξων σχεδίων θα απαιτήσει την υπέρβαση σημαντικών πολιτικών και δημοσιονομικών εμποδίων, καθώς οι διαπραγματεύσεις για τον επόμενο προϋπολογισμό αναμένεται να είναι ιδιαίτερα σκληρές, με τις διαφορετικές προτεραιότητες των κρατών μελών να δοκιμάζουν την ενότητα του μπλοκ.