- Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει νέο σχέδιο για χαλάρωση περιβαλλοντικών νόμων.
- Στόχος είναι η μείωση της γραφειοκρατίας και η διευκόλυνση των επιχειρήσεων, ειδικά των ΜΜΕ.
- Οι αλλαγές αφορούν αναφορές εκπομπών, διαχείριση αποβλήτων και απλοποίηση συστημάτων.
- Το σχέδιο κυκλοφόρησε χωρίς εκτίμηση επιπτώσεων, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις.
- Περιβαλλοντικές οργανώσεις προειδοποιούν για κινδύνους στην προστασία της φύσης και τη δημόσια υγεία.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε την Τετάρτη την αναστολή αρκετών περιβαλλοντικών νόμων της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων αναφοράς βιομηχανικών εκπομπών και της διαχείρισης αποβλήτων. Η κίνηση αυτή, που επιβεβαιώνει προηγούμενα ρεπορτάζ του POLITICO, αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας της Προέδρου της Επιτροπής, Ursula von der Leyen, να μειώσει δραστικά το διοικητικό βάρος για τις επιχειρήσεις.
Αυτή η εξέλιξη έρχεται ως συνέχεια μιας σειράς προτάσεων απορρύθμισης, γνωστών ως «νομοσχέδια omnibus», καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδιώκει να εκπληρώσει την υπόσχεσή της για σημαντική μείωση της γραφειοκρατίας. Η «περιβαλλοντική omnibus» στοχεύει να διευκολύνει τις επιχειρήσεις στην τήρηση των νόμων της ΕΕ σχετικά με τη διαχείριση αποβλήτων, τις εκπομπές και τη χρήση πόρων, με την Επιτροπή να τονίζει τα οφέλη για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), οι οποίες αποτελούν το 99% του συνόλου των επιχειρήσεων της ΕΕ.
Γιατί η Επιτροπή προχωρά σε χαλάρωση των κανόνων;
Ο βασικός στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι να απλοποιήσει το ρυθμιστικό πλαίσιο, υποστηρίζοντας ότι οι προτεινόμενες αλλαγές δεν θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στο περιβάλλον. Η Επίτροπος Περιβάλλοντος, Jessika Roswall, δήλωσε την Τετάρτη ότι «πρέπει να προστατεύσουμε τα περιβαλλοντικά μας πρότυπα, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να το κάνουμε πιο αποτελεσματικά». Ωστόσο, η πρόταση αυτή κυκλοφόρησε χωρίς εκτίμηση επιπτώσεων, με την Επιτροπή να κρίνει ότι δεν ήταν απαραίτητη, γεγονός που έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις. Αυτό έρχεται λίγο μετά την διαπίστωση της Διαμεσολαβήτριας για «κακοδιοίκηση» στην πρώτη omnibus.
Οι προτεινόμενες αλλαγές στους περιβαλλοντικούς νόμους
Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις περιλαμβάνουν σημαντικές περικοπές στις απαιτήσεις αναφοράς και απλοποιήσεις σε διάφορους τομείς. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επιθυμεί να εξαιρέσει τους φορείς εκμετάλλευσης κτηνοτροφίας και υδατοκαλλιέργειας από την υποχρέωση αναφοράς για τη χρήση νερού, ενέργειας και υλικών, στο πλαίσιο της νομοθεσίας για τις βιομηχανικές εκπομπές. Επίσης, τα κράτη μέλη και οι φορείς θα έχουν περισσότερο χρόνο για να συμμορφωθούν με ορισμένες νέες ή αναθεωρημένες διατάξεις της ενημερωμένης Οδηγίας για τις Βιομηχανικές Εκπομπές, ενώ θα τους παρέχεται περαιτέρω «σαφήνεια σχετικά με το πότε εφαρμόζονται αυτές οι διατάξεις».
Προτείνονται επίσης «σημαντικές απλοποιήσεις» για τα συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης (EMS), τα οποία θα συμπληρώνονται από τις βιομηχανικές μονάδες σε επίπεδο εταιρείας και όχι σε επίπεδο κάθε εγκατάστασης. Επιπλέον, θα υπάρξουν λιγότερες υποχρεώσεις συμμόρφωσης βάσει των νόμων της ΕΕ για τα απόβλητα. Για παράδειγμα, η Επιτροπή θέλει να καταργήσει τη βάση δεδομένων SCIP (Substances of Concern in Products), υποστηρίζοντας ότι «δεν ήταν αποτελεσματική στην ενημέρωση των ανακυκλωτών σχετικά με την παρουσία επικίνδυνων ουσιών στα προϊόντα και επέβαλε σημαντικό διοικητικό κόστος». Οι παραγωγοί που πωλούν αγαθά σε άλλη χώρα της ΕΕ δεν θα χρειάζεται πλέον να ορίζουν εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο και στις δύο χώρες για να συμμορφωθούν με την εκτεταμένη ευθύνη παραγωγού (EPR), μειώνοντας τις απαιτήσεις αναφοράς σε μόνο μία φορά τον χρόνο.
Οι αντιδράσεις: Υπέρ και κατά
Οι προτάσεις έχουν ήδη προκαλέσει διχασμένες αντιδράσεις. Ορισμένοι βιομηχανικοί όμιλοι, όπως η Computer & Communications Industry Association, χαιρέτισαν τις αλλαγές, χαρακτηρίζοντάς τις «μια λύση κοινής λογικής». Ο Γερμανός ευρωβουλευτής Pieter Liese υποστήριξε ότι «πρέπει να εξορθολογίσουμε τους περιβαλλοντικούς νόμους ακριβώς επειδή θέλουμε να τους διατηρήσουμε. Η γραφειοκρατία και η χαρτούρα δεν είναι προστασία του περιβάλλοντος».
Ωστόσο, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις αντιτίθενται σθεναρά στις ανατροπές. Το WWF δήλωσε ότι «η Επιτροπή von der Leyen διαλύει δεκαετίες σκληρά κερδισμένων προστασιών της φύσης, θέτοντας σε κίνδυνο τον αέρα, το νερό και τη δημόσια υγεία στο όνομα της ανταγωνιστικότητας». Οι εκτιμώμενες εξοικονομήσεις «δεν συνοδεύονται από εκτίμηση επιπτώσεων και επικεντρώνονται μόνο στο μειωμένο κόστος συμμόρφωσης, αγνοώντας το πολύ μεγαλύτερο κόστος της ρύπανσης, της υποβάθμισης των οικοσυστημάτων και των κλιματικών καταστροφών», πρόσθεσε. Αναλυτές και νομικοί κύκλοι, όπως η Selin Esen της ClientEarth, επισημαίνουν ότι η Οδηγία για τις Βιομηχανικές Εκπομπές, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 2024, ήταν «ήδη πολύ πιο αδύναμη από ό,τι είχε αρχικά προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή».
Η επόμενη μέρα και οι προκλήσεις
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν θα αλλάξει τον Κανονισμό για την Αποκατάσταση της Φύσης, ένα βασικό θέμα στις συζητήσεις μεταξύ των Επιτρόπων, αλλά θα εντείνει την υποστήριξή της προς τα κράτη μέλη και τις περιφερειακές αρχές για την προετοιμασία των σχεδίων Εθνικών Σχεδίων Αποκατάστασης. Επιπλέον, η Επιτροπή θα υποβάλει σε δοκιμασία αντοχής τις Οδηγίες για τα Πτηνά και τους Οικοτόπους το 2026, «λαμβάνοντας υπόψη την κλιματική αλλαγή, την επισιτιστική ασφάλεια και άλλες εξελίξεις» και θα παρουσιάσει μια σειρά κατευθυντήριων γραμμών για τη διευκόλυνση της εφαρμογής. Η Sofie Ruysschaert της BirdLife Europe υπογράμμισε ότι «οι Οδηγίες για τα Πτηνά και τους Οικοτόπους αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της προστασίας της φύσης στην Ευρώπη» και η υπονόμευσή τους θα είχε καταστροφικές συνέπειες.