- 19 χώρες της ΕΕ πιέζουν για σκληρότερη μεταναστευτική πολιτική.
- Ζητούν τη δημιουργία «κέντρων επιστροφών» εκτός των συνόρων της Ένωσης.
- Η Ιταλία έχει ήδη εφαρμόσει παρόμοια μοντέλα στην Αλβανία.
- Απαραίτητη η σαφής χρηματοδότηση και η επέκταση του ρόλου της Frontex.
- Αίτημα για ενιαία διπλωματική προσέγγιση και κοινή αφήγηση της ΕΕ.
Δεκαεννέα κυβερνήσεις κρατών μελών της ΕΕ ασκούν έντονες πιέσεις στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υιοθετήσει μια σκληρότερη μεταναστευτική πολιτική, με επίκεντρο τη δημιουργία «κέντρων επιστροφών» εκτός των συνόρων της Ένωσης. Αυτή η κίνηση έρχεται ως συνέχεια της πρόσφατης συμφωνίας της ΕΕ για το άσυλο και τις επιστροφές, που επιτεύχθηκε στις 8 Δεκεμβρίου, και σηματοδοτεί μια αλλαγή στο πολιτικό κλίμα των Βρυξελλών.
Η πρόσφατη συμφωνία της ΕΕ για το άσυλο και τις επιστροφές, που ολοκληρώθηκε στις 8 Δεκεμβρίου, έχει δημιουργήσει ένα νέο πολιτικό τοπίο στις Βρυξέλλες, ανοίγοντας τον δρόμο για την επανεξέταση της εξωτερικής διάστασης της μεταναστευτικής πολιτικής. Η συμφωνία αυτή, η οποία περιλαμβάνει σαρωτικούς νέους κανόνες, θεωρείται ως ένα σημαντικό βήμα, αλλά οι χώρες ζητούν περαιτέρω ενέργειες για την αντιμετώπιση των υψηλών επιπέδων μετανάστευσης.
Η πίεση για σκληρότερη μεταναστευτική πολιτική
Μια ομάδα 19 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης πιέζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υιοθετήσει μια πιο αυστηρή στάση απέναντι στη μετανάστευση, πέρα από τα σύνορα του μπλοκ. Όπως μεταδίδει το POLITICO, οι υπουργοί Εσωτερικών και Εξωτερικών των χωρών αυτών απέστειλαν κοινή επιστολή, στην οποία τονίζουν την ανάγκη για την «περαιτέρω ανάπτυξη μιας συνεκτικής στρατηγικής της ΕΕ» στην εξωτερική διάσταση της μετανάστευσης. Ζητούν αυξημένη συνεργασία με τρίτες χώρες για να αναχαιτίσουν τα, όπως χαρακτηρίζουν, «απαράδεκτα υψηλά επίπεδα» μεταναστευτικών ροών προς την Ένωση.
Η έκκληση αυτή αναμένεται να συζητηθεί εκτενώς στο άτυπο «πρωινό για τη μετανάστευση» που θα προηγηθεί της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ την Πέμπτη. Αυτά τα «πρωινά», που ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 2024 από την Ιταλίδα πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι, τη Δανή πρωθυπουργό Μέτε Φρέντερικσεν και τον Ολλανδό Ντικ Σχουφ, έχουν αποκτήσει σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση της συζήτησης για τη μετανάστευση στις Βρυξέλλες.
Τα «κέντρα επιστροφών» και οι «καινοτόμες λύσεις»
Στο επίκεντρο των προτάσεων βρίσκονται οι «καινοτόμες λύσεις», ένας γενικός όρος που περιλαμβάνει μέτρα όπως τα «κέντρα επιστροφών» (return hubs) και νέες συνεργασίες με χώρες εκτός ΕΕ. Οι υποστηρικτές αυτών των μέτρων πιστεύουν ότι μπορούν να καταστήσουν την μεταναστευτική πολιτική της ΕΕ πιο αποτελεσματική. Τα κέντρα επιστροφών, στα οποία μπορούν να σταλούν άτομα των οποίων οι αιτήσεις ασύλου έχουν απορριφθεί, αποτελούν μια ιδέα που έχει υποστηρίξει έντονα η Ιταλία.
Η Ιταλία έχει ήδη κατασκευάσει και λειτουργεί δύο τέτοιες εγκαταστάσεις στην Αλβανία, σε διαφορετικό νομικό πλαίσιο, οι οποίες αναμένεται να αποτελέσουν την πρώτη συγκεκριμένη εφαρμογή αυτού του μοντέλου από τα μέσα του 2026. Η πρόσφατη δέσμη προτάσεων της ΕΕ, που συμφωνήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου, περιλαμβάνει ήδη τη δημιουργία κέντρων επεξεργασίας αιτήσεων ασύλου σε χώρες εκτός ΕΕ, ενισχύοντας την εξωτερική διάσταση της μεταναστευτικής πολιτικής.
Ο ρόλος της Frontex και η ανάγκη για χρηματοδότηση
Οι υπογράφοντες την επιστολή υπογραμμίζουν ότι οι «καινοτόμες λύσεις» θα παραμείνουν θεωρητικές χωρίς σαφείς οδούς χρηματοδότησης. Ζητούν από την Επιτροπή να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές για το πώς μπορούν να κινητοποιηθούν οι υπάρχοντες και μελλοντικοί πόροι της ΕΕ. Η αποτελεσματική χρήση των οικονομικών πόρων είναι απαραίτητη για την καθιέρωση και λειτουργία αυτών των μορφών συνεργασίας.
Επιπλέον, οι υπουργοί επιθυμούν την βαθύτερη εμπλοκή των οργανισμών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης μιας πιθανής επέκτασης του ρόλου της Frontex, της ευρωπαϊκής υπηρεσίας φύλαξης συνόρων. Καλούν την Επιτροπή και τους οργανισμούς να διερευνήσουν τις «αναγκαίες νομοθετικές και πολιτικές αλλαγές», συμπεριλαμβανομένης, όπου χρειάζεται, της αναθεώρησης της εντολής και των αρμοδιοτήτων της Frontex, για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική υποστήριξη και επαρκής ικανότητα σε συνεργασία με τρίτες χώρες.
Νομικοί κύκλοι και αναλυτές στις Βρυξέλλες επισημαίνουν ότι η επιτυχία αυτών των «καινοτόμων λύσεων» εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την τήρηση του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και από τη βούληση των τρίτων χωρών να συνεργαστούν. Η πρόκληση έγκειται στην εξεύρεση ενός πλαισίου που να είναι νομικά άρτιο και πολιτικά βιώσιμο.
Η ενιαία φωνή της ΕΕ και οι επόμενες κινήσεις
Πέρα από τους θεσμούς και τη χρηματοδότηση, η επιστολή διατυπώνει ένα σαφές πολιτικό αίτημα για μια ενιαία φωνή της ΕΕ. Οι υπουργοί τονίζουν την ανάγκη για μια «κοινή αφήγηση και κοινή διπλωματική προσέγγιση» από τα κράτη μέλη και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ). Προτρέπουν τις Βρυξέλλες να ενσωματώσουν τη μετανάστευση στις Συνόδους Κορυφής και στους διαλόγους με τις χώρες-εταίρους, καθιστώντας την κεντρικό θέμα της εξωτερικής πολιτικής.
Αυτή η προσπάθεια για αυστηροποίηση των πολιτικών έρχεται σε μια περίοδο όπου οι χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ήδη εγκρίνει νέα σχέδια για τη μεταρρύθμιση της μεταναστευτικής πολιτικής, επιτρέποντας την αποστολή αιτούντων άσυλο στο εξωτερικό για επεξεργασία, όπως φάνηκε και από την απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου.