Η Ευρωπαϊκή υπηρεσία Διαμεσολάβησης ξεκίνησε επίσημο έλεγχο μετά από καταγγελία για τον τρόπο με τον οποίο η Κομισιόν διαχειρίστηκε επαφές με εκπροσώπους της βιομηχανίας μιλώντας για την προετοιμασία πακέτων μέτρων απλούστευσης. Η εξέλιξη θέτει στο επίκεντρο το εύρος των επαφών μεταξύ αξιωματούχων και λομπιστών και εγείρει ερωτήματα για την πρακτική εφαρμογή των κανόνων διαφάνειας.
Πώς φτάσαμε στην καταγγελία
Κύριος καταγγέλλων είναι η οργάνωση Corporate Europe Observatory, η οποία κατέθεσε παράπονο στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, επικαλούμενη ότι η Κομισιόν υπήρξε ελλιπώς τεκμηριωμένη στις απαντήσεις της για συγκεκριμένες επαφές. Το παράπονο περιλάμβανε σημειώσεις από συνάντηση του Μαΐου ανάμεσα στην καμπίνα του επιτρόπου Οικονομίας και την European Round Table for Industry που, σύμφωνα με το κατατεθέν υλικό, αναφέρθηκε σε συζητήσεις γύρω από το πρώτο omnibus πακέτο.

Η αποστολή του φακέλου στον Διαμεσολαβητή έγινε μετά από μια αλληλουχία αιτημάτων για συμπληρωματικά έγγραφα, τα οποία η οργάνωση χαρακτήρισε ως παρεμφερώς ανεπαρκή. Επιπλέον, όπως αναφέρεται σε επιστολή που είδε το POLITICO, η έρευνα του Διαμεσολαβητή κινήθηκε καθώς υπήρξε “υπονοούμενη άρνηση” να δοθούν επιπλέον λεπτομέρειες των επαφών.
Τι ακριβώς αμφισβητείται
Στο κέντρο της διαμάχης βρίσκεται η περίφημη ατζέντα απλούστευσης της Κομισιόν, ένα σύνολο προτάσεων που στοχεύει στη μείωση του διοικητικού βάρους για τις επιχειρήσεις. Η πρωτοβουλία έχει προκαλέσει ενθουσιασμό στον επιχειρηματικό κόσμο, αλλά και ανησυχίες από οργανώσεις της κοινωνίας για πιθανή απορρύθμιση, με αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν πολλές εντατικές διαβουλεύσεις μεταξύ φορέων και αξιωματούχων.
Στοιχεία που επικαλείται η καταγγελία αναφέρουν ότι έχουν πραγματοποιηθεί πάνω από 600 ατομικές συναντήσεις μεταξύ επιτροπών της Κομισιόν και εκπροσώπων της αγοράς για την εν λόγω πρωτοβουλία. Αυτή η ένταση επαφών είναι, σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, λόγος για την ανάγκη μεγαλύτερης διαφάνειας σχετικά με το περιεχόμενο των συνομιλιών.
Διαφάνεια σε θεωρία και πράξη
Πέρυσι, στο ξεκίνημα της δεύτερης θητείας της, η Πρόεδρος Ursula von der Leyen επέκτεινε τους κανόνες δημοσιοποίησης συναντήσεων, ώστε να καλύπτουν πλέον πάνω από 1.500 αξιωματούχους και να απαιτούν λεπτομερείς σημειώσεις. Ωστόσο, οργανώσεις που παρακολουθούν τη διαφάνεια παρατηρούν ότι οι καταγεγραμμένες σημειώσεις συχνά παραμένουν συντομευμένες και ασαφείς, μειώνοντας την πρακτική αξία της δημοσιοποίησης.
Η καταγγελία επικεντρώνει την κριτική της επίσης στην αντίληψη ότι κάποιες συναντήσεις με φορείς όπως η BusinessEurope δεν συνοδεύτηκαν από ικανοποιητικές περαιτέρω διευκρινίσεις, παρά τα αιτήματα για συμπληρωματικά έγγραφα. Το ζήτημα εγείρει ερωτήματα για την εφαρμογή των κανόνων της διαφάνειας συναντήσεων στην πράξη.
Ρόλος του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και επόμενα βήματα
Η υπηρεσία του Διαμεσολαβητή έχει την αρμοδιότητα να διερευνά τη συμπεριφορά των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και να εκδίδει προτάσεις. Αν διαπιστώσει παρατυπίες, μπορεί να προτείνει διορθωτικά μέτρα, χωρίς ωστόσο να έχει την εξουσία επιβολής υποχρεωτικών αποφάσεων, γεγονός που δημιουργεί θεσμικά όρια στην αποτελεσματικότητα της δράσης του.
Στην παρούσα φάση, ο Διαμεσολαβητής έχει ήδη ανοίξει την έρευνα με βάση το παράπονο της Corporate Europe Observatory, ενώ η Κομισιόν δεν απάντησε σε αίτημα για σχόλιο που της υποβλήθηκε. Η εξέλιξη παρακολουθείται στενά από ομάδες διαφάνειας και πολιτικούς παρατηρητές, καθώς τυχόν συστάσεις θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον τρόπο που δημοσιοποιούνται στο μέλλον οι επαφές μεταξύ δημόσιων λειτουργών και εκπροσώπων του ιδιωτικού τομέα.
Ο αντίκτυπος στη δημόσια σφαίρα
Η υπόθεση αναδεικνύει την αλληλεπίδραση μεταξύ πολιτικής, δημόσιας διακυβέρνησης και επιχειρηματικών συμφερόντων, δημιουργώντας ευρύτερες συζητήσεις για το πώς ορίζεται η λογοδοσία στις ευρωπαϊκές διαδικασίες. Εφόσον προκύψουν συστάσεις από τον Διαμεσολαβητή, θα αποτελέσουν σημείο αναφοράς για τις πρακτικές διαφάνειας στην ΕΕ.
Το αποτέλεσμα της έρευνας αναμένεται να ρίξει φως στο κατά πόσο τα υπάρχοντα μέτρα δημοσιοποίησης επαφών είναι αρκετά για να διασφαλίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στις αποφάσεις που επηρεάζουν την κανονιστική πορεία της αγοράς.