Μια διπλωματική αντιπαράθεση μεταξύ Ευρώπης και Κίνας ξεκίνησε λίγες εβδομάδες πριν από την κρίσιμη παγκόσμια διάσκεψη για το κλίμα COP30, δημιουργώντας ανησυχία για τον τόνο και τη συνεργασία που θα απαιτηθεί στην Αμαζονία. Η δημόσια κριτική του Ευρωπαίου επιτρόπου για το κλίμα προς το Πεκίνο έφερε στο προσκήνιο τις ανοιχτές διαφορές στη στρατηγική των δύο πλευρών και ανέδειξε τη σημασία της προετοιμασίας πριν από τη σύνοδο στη Μπελέμ.
Αφετηρία της σύγκρουσης
Η αντιπαράθεση πυροδοτήθηκε όταν ο Ευρωπαίος επίτροπος εξέφρασε σκληρά σχόλια για την ανακοίνωση της Κίνας σχετικά με τη μείωση των εκπομπών έως το 2035, την οποία χαρακτήρισε ανεπαρκή. Η δημόσια παρέμβαση αυτή ήρθε παρά το γεγονός ότι η ΕΕ δεν έχει ακόμη υποβάλει έναν πλήρως τελικό στόχο, αλλά έχει εκδώσει μια «δήλωση πρόθεσης» με εύρος μείωσης μεταξύ 66,3% και 72,5% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 έως το 2035.
Στο παρασκήνιο, η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να αποχωρήσουν από τη συμφωνία του Παρισιού έχει μεταβάλει το γεωπολιτικό πλαίσιο, καθιστώντας την προσέγγιση ανάμεσα στην ΕΕ και την Κίνα σημαντική για το διεθνές κλίμα. Η έλλειψη ενιαίας φωνής μεταξύ των μεγάλων ρυθμιστών εντείνει τις πιέσεις για σαφήνεια και ευθυγράμμιση.
Το περιεχόμενο της κριτικής και οι αριθμοί
Η Κίνα ανακοίνωσε στόχο μείωσης των «ρυπαντικών» εκπομπών της κατά περίπου 7–10% έως το 2035, ενώ ο Ευρωπαίος επίτροπος υποστήριξε ότι αυτό δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που συνεπάγεται ο ρόλος μιας μεγάλης οικονομίας. Οι αριθμητικές δεσμεύσεις και η αξιολόγησή τους έγιναν το κέντρο της δημόσιας αντιπαράθεσης.
Η απάντηση του Πεκίνου ήρθε γρήγορα: το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών κατήγγειλε «διπλά πρότυπα» και προβλήματα επιλογικής όρασης, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Reuters, υπογραμμίζοντας ότι η ρητορική αυτή μπορεί να υπονομεύσει την παγκόσμια συνεργασία για την κλιματική αλλαγή. Η αντίδραση της Κίνας έδειξε πόσο ευαίσθητο είναι το πεδίο της δημόσιας κριτικής μεταξύ μεγάλων δυνάμεων.
Εντός της ΕΕ: διχογνωμία και αντιδράσεις
Στην Ευρώπη οι απόψεις διίστανται. Ορισμένοι αξιωματούχοι και παρατηρητές επικροτούν την αυστηρή γλώσσα ως μέσο πίεσης προς το Πεκίνο, επικαλούμενοι την ανάγκη μεγαλύτερης φιλοδοξίας από τον μεγαλύτερο σημερινό εκπομπέα. Κάποιοι υποστηρικτές θεωρούν ότι η σκληρή κριτική μπορεί να συμβάλει στην αύξηση της πίεσης για πιο φιλόδοξους στόχους.
Άλλοι, όμως, επισημαίνουν ότι τέτοιου είδους δημόσιοι τριγμοί δεν βοηθούν όταν η ΕΕ δεν έχει ακόμη καταθέσει επίσημο, δεσμευτικό σχέδιο. Κριτική φωνή από το ευρωκοινοβούλιο ανέφερε ότι το μήνυμα χάνει αξιοπιστία όταν η ίδια η ΕΕ δεν παρουσιάζει ενιαία πορεία.
Απαραίτητα διπλωματικά βήματα πριν από την COP30
Οι συνομιλίες που προγραμματίζονται στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τη σύνοδο, μεταξύ άλλων στη Βραζιλία, προσφέρουν ευκαιρίες για διαπροσωπικές επαφές. Ο επίτροπος θα βρεθεί απέναντι σε κινεζικούς διαπραγματευτές σε μια τελική προπαρασκευαστική σύνοδο πριν από την COP30. Αυτές οι συναντήσεις θεωρούνται κρίσιμες για την αποκατάσταση ή τη διαχείριση των εντάσεων.
Επιπλέον, στο τέλος του μήνα αναμένεται μια υπουργική συνάντηση στην τοποθεσία του Τορόντο με συμμετοχή Καναδά, Κίνας και ΕΕ, όπου υπάρχει πιθανότητα για διμερείς επαφές υψηλού επιπέδου. Ο κατάλογος των συναντήσεων δείχνει ότι υπάρχουν πολλαπλές ευκαιρίες για αποκατάσταση του διαλόγου.
Προκλήσεις για την παγκόσμια προσπάθεια
Πέρα από την αλληλεπίδραση ΕΕ–Κίνας, παραμένει το ευρύτερο ερώτημα για το πώς θα αντικατασταθεί η αμερικανική ηγεσία στον τομέα της κλιματικής πολιτικής μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ. Η κεντρική πρόκληση είναι να διασφαλιστεί ότι η διπλωματική ένταση δεν θα μετατραπεί σε εμπόδιο για κοινές πρωτοβουλίες σε θέματα εκπομπών και χρηματοδότησης της μετάβασης.
Ειδικοί και think tanks σχολιάζουν ότι διαφορετικοί τόνοι εντός της Επιτροπής αντικατοπτρίζουν ευρύτερες διαφωνίες για τη στρατηγική: κάποιοι προτιμούν αυστηρή ρητορική, ενώ άλλοι τονίζουν την ανάγκη ήπιων διπλωματικών κινήσεων. Η εσωτερική διαφοροποίηση στην ΕΕ αποτελεί επιπλέον παράγοντα που διαμορφώνει τις πιθανές επιδόσεις στη COP30.
Καθώς η ημερομηνία της διάσκεψης στη Μπελέμ πλησιάζει, οι αλληλοεπιδράσεις ανάμεσα σε δημόσιες δηλώσεις και διπλωματία θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα των συνομιλιών. Ο τόνος και οι πράξεις θα κρίνουν αν η αντιπαράθεση θα μετατραπεί σε καταλυτική σύγκρουση ή σε κίνητρο για πιο στενή συνεργασία στη μετά-Παρισιά εποχή.