- Η Maersk ξεκινά σταδιακή επιστροφή στο Σουέζ από τον Ιανουάριο του 2026.
- Η Hapag-Lloyd προβλέπει μεταβατική περίοδο 60-90 ημερών για την προσαρμογή των logistics.
- Η νορβηγική Wallenius Wilhelmsen παραμένει σε στάση αναμονής για λόγους ασφαλείας.
- Η πρόσφατη εκεχειρία αποτελεί τον βασικό καταλύτη για την επανεκκίνηση των διελεύσεων.
Οι μεγαλύτερες ναυτιλιακές εταιρείες παγκοσμίως, όπως η Maersk και η Hapag-Lloyd, επεξεργάζονται στρατηγικές για τη σταδιακή επιστροφή τους στη Διώρυγα του Σουέζ. Μετά από δύο χρόνια αναγκαστικών παρακάμψεων λόγω των επιθέσεων των Χούθι, η πρόσφατη εκεχειρία ανοίγει τον δρόμο για την επαναλειτουργία της κρίσιμης θαλάσσιας οδού, αν και οι κίνδυνοι ασφαλείας παραμένουν στο προσκήνιο.
Η κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα, που ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2023, ανάγκασε τον παγκόσμιο ναυτιλιακό κλάδο να αναζητήσει εναλλακτικές διαδρομές μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Αυτή η αλλαγή δεν αύξησε μόνο το λειτουργικό κόστος και τους χρόνους παράδοσης, αλλά επηρέασε άμεσα την παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, προκαλώντας πληθωριστικές πιέσεις σε διεθνές επίπεδο, όπως αναφέρει το ρεπορτάζ του Reuters.
Η στρατηγική της Maersk και η πρώτη διέλευση
Η δανέζικη Maersk, η τρίτη μεγαλύτερη εταιρεία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων στον κόσμο, ανακοίνωσε ότι ένα από τα πλοία της διέσχισε επιτυχώς την Ερυθρά Θάλασσα και τα στενά Μπαμπ ελ-Μαντέμπ για πρώτη φορά μετά από σχεδόν δύο χρόνια. Παρά το επίτευγμα αυτό, η εταιρεία διευκρίνισε ότι δεν υπάρχουν άμεσα σχέδια για πλήρη επαναλειτουργία της διαδρομής, χαρακτηρίζοντας την κίνηση ως μια «σταδιακή προσέγγιση».
Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της, η Maersk σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το πέρασμα για την υπηρεσία INDAMEX (Ινδία-ΗΠΑ) από τον Ιανουάριο του 2026. Η κίνηση αυτή έρχεται σε μια περίοδο όπου η μετατόπιση ισχύος στην Υεμένη συνεχίζει να επηρεάζει τις ισορροπίες στην περιοχή, καθιστώντας κάθε διέλευση μια προσεκτικά σχεδιασμένη επιχείρηση.
Σταδιακή μετάβαση και logistics από την Hapag-Lloyd
Από την πλευρά της, η γερμανική Hapag-Lloyd επισημαίνει ότι η επιστροφή του κλάδου στη Διώρυγα του Σουέζ θα είναι μια αργή διαδικασία. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας δήλωσε πρόσφατα ότι θα απαιτηθεί μια μεταβατική περίοδος 60 έως 90 ημερών για την προσαρμογή των logistics και την αποφυγή ξαφνικής συμφόρησης στα λιμάνια.
Η εταιρεία, η οποία αποτελεί τον πέμπτο μεγαλύτερο παίκτη στην αγορά, διατηρεί μια στάση αναμονής, παρακολουθώντας στενά τα στοιχεία για την ενίσχυση της ασφάλειας στην περιοχή πριν λάβει οριστικές αποφάσεις για το σύνολο του στόλου της. Η προσοχή στρέφεται πλέον στην αξιοπιστία της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός που επιτεύχθηκε τον Οκτώβριο.
Αναλυτές της αγοράς επισημαίνουν ότι η επιστροφή στο Σουέζ δεν αποτελεί απλώς μια επιχειρησιακή απόφαση, αλλά μια πολύπλοκη εξίσωση ασφαλείας. Νομικοί κύκλοι και ασφαλιστικοί οίκοι υπογραμμίζουν ότι, παρά την εκεχειρία, τα ασφάλιστρα κινδύνου παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, γεγονός που καθιστά τις εταιρείες εξαιρετικά προσεκτικές στις κινήσεις τους, καθώς η σταθερότητα στην περιοχή παραμένει εύθραυστη.
Η στάση της Wallenius Wilhelmsen και οι προϋποθέσεις
Η νορβηγική Wallenius Wilhelmsen, η οποία ειδικεύεται στη μεταφορά αυτοκινήτων, παραμένει η πλέον επιφυλακτική. Εκπρόσωπος της εταιρείας τόνισε ότι δεν πρόκειται να επαναληφθούν τα δρομολόγια μέσω της Ερυθράς Θάλασσας μέχρι να εκπληρωθούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις ασφαλείας, οι οποίες αξιολογούνται σε καθημερινή βάση.
Η στάση αυτή υπογραμμίζει το χάσμα μεταξύ των εταιρειών που μεταφέρουν εμπορευματοκιβώτια και εκείνων που διαχειρίζονται εξειδικευμένα φορτία, με τις δεύτερες να απαιτούν υψηλότερες εγγυήσεις προστασίας από τις διεθνείς ναυτικές δυνάμεις που περιπολούν στην περιοχή.
Οι προκλήσεις για την παγκόσμια ναυτιλία το 2026
Η επόμενη μέρα για τη Διώρυγα του Σουέζ εξαρτάται άμεσα από τη διατήρηση της ειρήνης στη Λωρίδα της Γάζας και την παύση των εχθροπραξιών από τις δυνάμεις των Χούθι. Ενώ η πρώτη επιτυχημένη διέλευση πλοίου της Maersk αποτελεί θετικό σινιάλο, η πλήρης αποκατάσταση της ομαλότητας δεν αναμένεται πριν από το δεύτερο τρίμηνο του 2026.
Οι ναυτιλιακές εταιρείες καλούνται πλέον να ισορροπήσουν ανάμεσα στην ανάγκη για μείωση του κόστους και την ασφάλεια των πληρωμάτων τους, σε ένα γεωπολιτικό περιβάλλον που παραμένει εξαιρετικά ρευστό και απρόβλεπτο.