- Η Ευρώπη φοβάται μια «άσχημη» ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία που θα ευνοήσει τη Ρωσία.
- Οι πιέσεις του Ντόναλντ Τραμπ για ειρήνη βασίζονται στη «λογική των μεγάλων δυνάμεων».
- Η ευρωπαϊκή επιρροή στις διαπραγματεύσεις είναι περιορισμένη λόγω έλλειψης στρατιωτικής ισχύος.
- Υπάρχουν αυξανόμενες ανησυχίες για τη δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και πιθανή ρωσική απειλή έως το 2029.
- Η ΕΕ δυσκολεύεται να συμφωνήσει για τη χρήση παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων για βοήθεια στην Ουκρανία.
Η Ευρώπη εκφράζει έντονους φόβους για μια πιθανή συμφωνία ειρήνης στην Ουκρανία, η οποία, υπό την πίεση του Ντόναλντ Τραμπ, ενδέχεται να μην τιμωρήσει ή να αποδυναμώσει τη Ρωσία, θέτοντας σε μεγαλύτερο κίνδυνο την ασφάλεια της ηπείρου. Οι ανησυχίες εντείνονται καθώς οι Ευρωπαίοι ηγέτες διαπιστώνουν την περιορισμένη επιρροή τους στις διαπραγματεύσεις, ενώ οι ΗΠΑ επιδιώκουν μια λύση με βάση τη «λογική των μεγάλων δυνάμεων».
Η τελευταία ώθηση του Ντόναλντ Τραμπ για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία έρχεται ως συνέχεια μιας σειράς προσπαθειών και προτάσεων για ειρήνη, οι οποίες ωστόσο έχουν προκαλέσει διχασμό και ανησυχία μεταξύ των δυτικών συμμάχων. Το παρασκήνιο της υπόθεσης περιλαμβάνει το 28-σημείο αμερικανικό σχέδιο ειρήνης, το οποίο, αν και αρχικά αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό από το Κίεβο και ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν το είχε χαρακτηρίσει «βάση» για την επίλυση του πολέμου, υποδηλώνοντας την πιθανότητα εδαφικών παραχωρήσεων.
Οι ευρωπαϊκοί φόβοι για μια «άσχημη συμφωνία»
Όπως μεταδίδει το Reuters, η Ευρώπη φοβάται την προοπτική μιας συμφωνίας – αργά ή γρήγορα – που δεν θα τιμωρήσει ή θα αποδυναμώσει τη Ρωσία όπως ήλπιζαν οι ηγέτες της, θέτοντας την ασφάλεια της ηπείρου σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Ακόμη και αν οι Ουκρανοί και άλλοι Ευρωπαίοι κατάφεραν να αποτρέψουν ορισμένα σημεία του 28-σημείου αμερικανικού σχεδίου που θεωρούνταν έντονα φιλορωσικά, οποιαδήποτε συμφωνία είναι πιθανό να εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους για την ήπειρο. «Έχω την εντύπωση ότι, σιγά-σιγά, συνειδητοποιείται ότι κάποια στιγμή θα υπάρξει μια άσχημη συμφωνία», δήλωσε ο Luuk van Middelaar, ιδρυτικός διευθυντής του Brussels Institute for Geopolitics.
Η Ευρώπη ενδέχεται να αναγκαστεί να αποδεχθεί μια αυξανόμενη οικονομική συνεργασία μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Μόσχας, κάτι που οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις – και το ίδιο το ΝΑΤΟ – θεωρούν τη μεγαλύτερη απειλή για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Ο Ντόναλντ Τραμπ, όπως επισημαίνεται, επιθυμεί ξεκάθαρα μια συμφωνία «σύμφωνα με τη λογική των μεγάλων δυνάμεων: ‘Είμαστε οι ΗΠΑ, αυτοί είναι η Ρωσία, είμαστε μεγάλες δυνάμεις’».
Περιορισμένη επιρροή και ανησυχίες για το ΝΑΤΟ
Η ικανότητα της Ευρώπης να επηρεάσει μια συμφωνία είναι περιορισμένη, κυρίως επειδή της λείπει η σκληρή ισχύς για να υπαγορεύσει όρους. Δεν είχε εκπροσώπους στις συνομιλίες μεταξύ Αμερικανών και Ουκρανών αξιωματούχων στη Φλόριντα το περασμένο Σαββατοκύριακο, ενώ θα παρακολουθήσει από μακριά την επίσκεψη του Ειδικού Απεσταλμένου των ΗΠΑ, Στιβ Γουίτκοφ, στον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, σήμερα Τρίτη. Ο Πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, είχε δηλώσει μόλις χθες, Δευτέρα, ότι δύσκολα ζητήματα παραμένουν άλυτα μετά τις συνομιλίες στη Φλόριντα.
Οι τελευταίες πρωτοβουλίες έχουν επίσης προκαλέσει νέες ευρωπαϊκές ανησυχίες σχετικά με τη δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, η οποία εκτείνεται από την πυρηνική ομπρέλα μέχρι πολυάριθμα οπλικά συστήματα και δεκάδες χιλιάδες στρατεύματα. Ο Γερμανός Υπουργός Άμυνας, Μπόρις Πιστόριους, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι οι Ευρωπαίοι δεν γνωρίζουν πλέον «σε ποιες συμμαχίες θα μπορούμε να εμπιστευόμαστε στο μέλλον και ποιες θα είναι ανθεκτικές». Παρά την προηγούμενη κριτική του Τραμπ στο ΝΑΤΟ, τον Ιούνιο επιβεβαίωσε τη δέσμευσή του στη συμμαχία και το Άρθρο 5 της αμοιβαίας άμυνας, με αντάλλαγμα μια δέσμευση των Ευρωπαίων να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες.
Ωστόσο, το σχέδιο του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, να παραλείψει μια συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες αυτή την εβδομάδα, ενδέχεται να εντείνει την ευρωπαϊκή νευρικότητα, εν μέσω φόβων ότι ένα ανατολικό μέλος της συμμαχίας μπορεί να είναι ο επόμενος στόχος της Μόσχας. «Οι υπηρεσίες πληροφοριών μας λένε εμφατικά ότι η Ρωσία διατηρεί τουλάχιστον ανοιχτή την επιλογή πολέμου κατά του ΝΑΤΟ. Το αργότερο έως το 2029», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών, Γιόχαν Βάντεπουλ. Η επικεφαλής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Κάγια Κάλλας, έχει υπογραμμίσει ότι η Ρωσία πρέπει να μειώσει τη στρατιωτική της ισχύ και να προχωρήσει σε σοβαρές παραχωρήσεις για την επίτευξη «δίκαιης και διαρκούς ειρήνης» στην Ουκρανία.
Οικονομικές επιπτώσεις και παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι φοβούνται ότι ο τερματισμός της απομόνωσης της Ρωσίας από τη δυτική οικονομία θα δώσει στη Μόσχα δισεκατομμύρια δολάρια για να ανασυγκροτήσει τον στρατό της. «Αν ο στρατός της Ρωσίας είναι μεγάλος, αν ο στρατιωτικός της προϋπολογισμός είναι τόσο μεγάλος όσο είναι τώρα, θα θέλουν να τον χρησιμοποιήσουν ξανά», δήλωσε χθες, Δευτέρα, στους δημοσιογράφους η επικεφαλής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Κάγια Κάλλας. Παρά το γεγονός ότι η Ευρώπη έχει παράσχει περίπου 180 δισεκατομμύρια ευρώ σε βοήθεια στην Ουκρανία από την εισβολή της Ρωσίας τον Φεβρουάριο του 2022, οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν δυσκολευτεί να ασκήσουν ισχυρή επιρροή σε οποιαδήποτε ειρηνευτική διευθέτηση.
Η ΕΕ διαθέτει ένα σημαντικό διαπραγματευτικό χαρτί με τη μορφή των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων στο μπλοκ. Ωστόσο, οι ηγέτες της ΕΕ δεν έχουν ακόμη καταλήξει σε συμφωνία για μια πρόταση χρήσης των περιουσιακών στοιχείων για τη χρηματοδότηση ενός δανείου 140 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Ουκρανία, το οποίο θα κρατούσε το Κίεβο σε λειτουργία και στη μάχη για τα επόμενα δύο χρόνια. Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έχει επιβεβαιώσει την επιτάχυνση του σχεδίου για τη χορήγηση αυτού του δανείου, χρησιμοποιώντας παγωμένα ρωσικά κρατικά περιουσιακά στοιχεία.
Η επόμενη μέρα και η ευρωπαϊκή αδυναμία
Για να προσπαθήσουν να δείξουν ότι μπορούν να ασκήσουν σκληρή ισχύ, ένας «συνασπισμός προθύμων» με επικεφαλής τη Γαλλία και τη Βρετανία έχει δεσμευτεί να αναπτύξει μια «δύναμη διαβεβαίωσης» ως μέρος των εγγυήσεων ασφαλείας για την Ουκρανία μετά τον πόλεμο. Η Ρωσία έχει απορρίψει μια τέτοια δύναμη, και ακόμη και αν αναπτυχθεί, θα ήταν μέτρια σε μέγεθος, με σκοπό να ενισχύσει τις δυνάμεις του Κιέβου και όχι να προστατεύσει την Ουκρανία μόνη της, και θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνο με την υποστήριξη των ΗΠΑ.
«Οι Ευρωπαίοι τώρα πληρώνουν το τίμημα για το ότι δεν επένδυσαν σε στρατιωτικές δυνατότητες τα τελευταία χρόνια», δήλωσε η Claudia Major, ανώτερη αντιπρόεδρος για τη διατλαντική ασφάλεια στο think tank German Marshall Fund of the United States. «Οι Ευρωπαίοι δεν είναι στο τραπέζι. Γιατί, για να παραθέσω τον Τραμπ, δεν έχουν τα χαρτιά», πρόσθεσε, αναφερόμενη στην υποτιμητική δήλωση του Αμερικανού προέδρου για τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι τον Φεβρουάριο. Πλέον, φαίνεται πιθανό ότι οποιαδήποτε ειρηνευτική συμφωνία θα επιτρέψει στη Μόσχα να διατηρήσει τουλάχιστον τον έλεγχο των ουκρανικών εδαφών που έχει καταλάβει με τη βία.