- Δικαστής των ΗΠΑ ενέκρινε τη δημοσιοποίηση των πρακτικών της μεγάλης επιτροπής για την υπόθεση Έπσταϊν.
- Η απόφαση έρχεται μετά από νομοσχέδιο του Κογκρέσου που υπέγραψε ο Πρόεδρος Τραμπ, ο οποίος αρχικά αντιτάχθηκε.
- Τα αρχεία αναμένεται να αποκαλύψουν διασυνδέσεις του Έπσταϊν με ισχυρές προσωπικότητες.
- Η υπόθεση έχει πολιτικές διαστάσεις, με τον Τραμπ να χαρακτηρίζει τους φακέλους «Δημοκρατική απάτη».
Ένας ομοσπονδιακός δικαστής της Φλόριντα έδωσε την Παρασκευή (5 Δεκεμβρίου) το πράσινο φως στο Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ για τη δημοσιοποίηση των πρακτικών της μεγάλης επιτροπής από την υπόθεση σεξουαλικής διακίνησης εναντίον του Τζέφρι Έπσταϊν. Αυτή η απόφαση αναμένεται να ρίξει νέο φως στις διασυνδέσεις του αποθανόντος χρηματιστή με πλούσιους και ισχυρούς ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Αυτή η εξέλιξη έρχεται ως συνέχεια μιας περιόδου έντονης δημόσιας πίεσης και νομοθετικής δράσης, με στόχο την επίτευξη μεγαλύτερης διαφάνειας σε μία από τις πιο υψηλού προφίλ υποθέσεις σεξουαλικής διακίνησης στην πρόσφατη ιστορία. Η απόφαση του ομοσπονδιακού δικαστή της Φλόριντα να αποσφραγίσει αυτά τα κρίσιμα έγγραφα σηματοδοτεί ένα σημαντικό βήμα προς την πιθανή αποκάλυψη του πλήρους εύρους του δικτύου του Τζέφρι Έπσταϊν και των επιπτώσεών του σε ισχυρά άτομα.
Η απόφαση που αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον για την υπόθεση Έπσταϊν
Την Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου, ο ομοσπονδιακός δικαστής των ΗΠΑ, Ρόντνεϊ Σμιθ, ενέκρινε το αίτημα του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τη δημοσιοποίηση των πρακτικών της μεγάλης επιτροπής. Η κίνηση αυτή ακολουθεί την ψήφιση ενός νομοσχεδίου από το Ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο, το οποίο απαιτεί από τον Γενικό Εισαγγελέα να δημοσιοποιήσει όλα τα μη διαβαθμισμένα αρχεία σχετικά με τις έρευνες για τον Έπσταϊν και τη συνεργάτιδά του, Γκισλέιν Μάξγουελ, η οποία εκτίει ποινή φυλάκισης για σεξουαλική διακίνηση. Η απόφαση αυτή αναμένεται να προσφέρει νέα στοιχεία για τις διασυνδέσεις του Έπσταϊν με ισχυρές προσωπικότητες.
Το παρασκήνιο της νομοθετικής ρύθμισης και η στάση Τραμπ
Το νομοσχέδιο που οδήγησε στην απόφαση του δικαστή υπογράφηκε από τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στις 19 Νοεμβρίου. Ο Τραμπ, ο οποίος είχε δηλώσει ότι διέκοψε τη φιλία του με τον Έπσταϊν πολύ πριν από τη σύλληψη του χρηματιστή το 2019, αρχικά είχε αντιταχθεί στη δημοσιοποίηση των αρχείων, αλλά άλλαξε στάση λίγο πριν την ψηφοφορία των νομοθετών για το νομοσχέδιο. Οι φάκελοι Έπσταϊν είναι περιζήτητοι τόσο από τους πολιτικούς αντιπάλους του Τραμπ όσο και από μέλη της δικής του βάσης, οι οποίοι έχουν πιέσει για μεγαλύτερη διαφάνεια στην υπόθεση, όπως αναφέρει το Reuters.
Νομικοί κύκλοι στις ΗΠΑ επισημαίνουν ότι η δημοσιοποίηση των πρακτικών της μεγάλης επιτροπής, παρά την καθυστέρηση, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα κρίσιμο βήμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού στο σύστημα δικαιοσύνης, ιδίως σε υποθέσεις που αφορούν άτομα με υψηλό προφίλ.
Οι πολιτικές διαστάσεις και οι θεωρίες συνωμοσίας
Πολλοί ψηφοφόροι του Τραμπ πιστεύουν ότι η κυβέρνησή του έχει συγκαλύψει τις διασυνδέσεις του Έπσταϊν με ισχυρές προσωπικότητες και έχει αποκρύψει λεπτομέρειες γύρω από τον θάνατό του, ο οποίος κρίθηκε αυτοκτονία, σε φυλακή του Μανχάταν το 2019, ενώ αντιμετώπιζε ομοσπονδιακές κατηγορίες για σεξουαλική διακίνηση. Το σκάνδαλο αποτελεί αγκάθι για τον Τραμπ εδώ και μήνες, εν μέρει επειδή ενίσχυσε θεωρίες συνωμοσίας για τον Έπσταϊν στους υποστηρικτές του πριν κερδίσει την επανεκλογή του το 2024. Πιο πρόσφατα, ο Τραμπ άλλαξε τακτική και δήλωσε ότι οι φάκελοι Έπσταϊν αποτελούν μια Δημοκρατική απάτη που στόχο έχει να αποσπάσει την προσοχή από τα επιτεύγματα της κυβέρνησής του. Η στάση του αυτή είχε προκαλέσει και δημόσια ρήξη, όπως φάνηκε από την παραίτηση της Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν από το Κογκρέσο, η οποία είχε υποστηρίξει την αποκάλυψη των φακέλων, όπως είχε μεταδοθεί.
Τι αναμένεται από τη δημοσιοποίηση των αρχείων
Η επικείμενη δημοσιοποίηση των πρακτικών της μεγάλης επιτροπής αναμένεται να προκαλέσει νέο κύμα συζητήσεων και αναλύσεων σχετικά με την υπόθεση Έπσταϊν. Οι φάκελοι θα μπορούσαν να αποκαλύψουν ονόματα και λεπτομέρειες που μέχρι τώρα παρέμεναν στο σκοτάδι, επηρεάζοντας ενδεχομένως την πολιτική σκηνή των ΗΠΑ και την κοινή γνώμη. Η διαφάνεια αυτή εκτιμάται ότι θα ικανοποιήσει την απαίτηση του κοινού για λογοδοσία, αλλά και θα τροφοδοτήσει περαιτέρω τον πολιτικό διάλογο γύρω από τον ρόλο των ισχυρών στην υπόθεση.