Περισσότεροι από 80.000 πρόσφυγες από τη Μιανμάρ, οι οποίοι ζουν κατά μήκος των συνόρων Ταϊλάνδης-Μιανμάρ, απέκτησαν για πρώτη φορά νόμιμα εργασιακά δικαιώματα, σε μια απόφαση που ο ΟΗΕ χαρακτήρισε «ορόσημο». Η κίνηση αυτή της κυβέρνησης της Ταϊλάνδης έρχεται ως απάντηση στην έλλειψη εργατικού δυναμικού που προέκυψε μετά τις συνοριακές συγκρούσεις με την Καμπότζη τον Ιούλιο.
Αυτή η σημαντική εξέλιξη έρχεται σε μια περίοδο που η Ταϊλάνδη αντιμετωπίζει σοβαρές ελλείψεις εργατικού δυναμικού, ιδιαίτερα μετά τις συγκρούσεις στα σύνορα με την Καμπότζη τον Ιούλιο, οι οποίες οδήγησαν στην επιστροφή χιλιάδων Καμποτζιανών εργατών στις πατρίδες τους.
Η απόφαση ορόσημο και οι αιτίες της
Στα τέλη Αυγούστου, η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης ανακοίνωσε ότι χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μιανμάρ, οι οποίοι διαβιούν σε καταυλισμούς κατά μήκος των συνόρων, θα λάμβαναν για πρώτη φορά δικαιώματα απασχόλησης. Η απόφαση αυτή, την οποία τα Ηνωμένα Έθνη περιέγραψαν ως ένα «ορόσημο βήμα», επιτρέπει σε περισσότερους από 80.000 πρόσφυγες να υποβάλουν αίτηση για άδειες εργασίας.
Όπως ανέφερε το Reuters, η ανακοίνωση έγινε αφότου οι συνοριακές συγκρούσεις μεταξύ Ταϊλάνδης και Καμπότζης τον Ιούλιο προκάλεσαν την επιστροφή Καμποτζιανών εργατών, αφήνοντας εργοστάρια, εργοτάξια και αγροκτήματα στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Νοτιοανατολικής Ασίας με έλλειψη εργατικού δυναμικού.
Οι διμερείς σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών έχουν επηρεαστεί σημαντικά από αυτές τις εξελίξεις.
Ελλείψεις εργατικού δυναμικού και ανθρωπιστική κρίση
Πριν από το ξέσπασμα των συγκρούσεων, περίπου 520.000 Καμποτζιανοί – ποσοστό που αντιστοιχεί στο 12% του συνολικού εργατικού δυναμικού – εργάζονταν στην Ταϊλάνδη, σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας της Ταϊλάνδης. Η ανάγκη για εργατικό δυναμικό είναι πλέον επιτακτική.
Παράλληλα, οι μειώσεις στην ανθρωπιστική βοήθεια φέτος, συμπεριλαμβανομένων αυτών από τις Ηνωμένες Πολιτείες, έχουν προσθέσει στις πιέσεις που υφίστανται οι πρόσφυγες, καθιστώντας την ικανότητα νόμιμης εργασίας ακόμη πιο σημαντική. Πολλοί πρόσφυγες, όπως ο Tun Min Lat και η σύζυγός του, είχαν φύγει από το νότιο τμήμα της Μιανμάρ το 2006 για να γλιτώσουν από την αναγκαστική εργασία και τη στρατολόγηση, μετά από συγκρούσεις μεταξύ του στρατού της Μιανμάρ και μιας ισχυρής εθνοτικής ένοπλης ομάδας.
Η νέα πραγματικότητα για τους πρόσφυγες
Ο Tun Min Lat και η σύζυγός του ήταν μεταξύ της πρώτης ομάδας εργατών που εντάχθηκαν σε μια φάρμα με λόγκαν στην επαρχία Τσανταμπούρι, σχεδόν 500 χιλιόμετρα μακριά από τον καταυλισμό τους. Η μεγαλύτερη κόρη τους βρήκε εργασία σε ένα εργοστάσιο σε άλλη επαρχία, ενώ τα δύο μικρότερα παιδιά τους παραμένουν στον καταυλισμό, υπό τη φροντίδα γειτόνων, γεγονός που αναδεικνύει τις προκλήσεις του οικογενειακού διαχωρισμού.
Την πρώτη τους ημέρα εργασίας, η ομάδα του Tun Min Lat κέρδισε περίπου 1.000 ταϊλανδικά μπατ (περίπου 30,81 δολάρια).
Αυτό που τονίζει την τεράστια σημασία αυτής της αλλαγής είναι η δήλωση του Leon de Riedmatten, εκτελεστικού διευθυντή του The Border Consortium, ο οποίος υποστηρίζει τους πρόσφυγες στην Ταϊλάνδη. Σύμφωνα με τον ίδιο, «είναι η πρώτη φορά που έχουν την ευκαιρία να αρχίσουν να είναι αυτοδύναμοι, ίσως πιο ανεξάρτητοι στο μέλλον, και να έχουν μια πιο αξιοπρεπή ζωή στην Ταϊλάνδη».
Η αλλαγή αυτή προσφέρει μια νότα αισιοδοξίας σε χιλιάδες ανθρώπους που ζουν επί δεκαετίες σε συνθήκες αβεβαιότητας.
Προοπτικές και ελπίδα για το μέλλον
Η Ταϊλάνδη φιλοξενεί εννέα καταυλισμούς προσφύγων από τη Μιανμάρ, πολλοί εκ των οποίων έχουν διαφύγει από κύματα συγκρούσεων που χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1980. Μια νέα εισροή παρατηρήθηκε μετά τον Φεβρουάριο του 2021, όταν ο στρατός της Μιανμάρ ανέτρεψε την πολιτική κυβέρνηση, πυροδοτώντας έναν εμφύλιο πόλεμο.
Για τον Tun Min Lat, η ικανότητα να εργάζεται νόμιμα σημαίνει ότι «αισθάνομαι ότι μπορώ να δω ένα μέλλον». Παρά την κόπωση και τον χωρισμό από την οικογένειά του, δηλώνει ότι «αισθανόμαστε ευτυχισμένοι» και «αισθανόμαστε ελπίδα». Αυτή η πολιτική αλλαγή αναμένεται να προσφέρει μια σταθερότερη βάση για την ενσωμάτωση των προσφύγων στην ταϊλανδική κοινωνία και οικονομία, ενισχύοντας την οικονομική τους αυτονομία και την αξιοπρέπειά τους.