Η Ιταλία βιώνει μια ραγδαία αύξηση των στοιχηματικών δραστηριοτήτων, με επιπτώσεις στην οικονομία και στην καθημερινή ζωή πολλών πολιτών. 21,5 δισ. ευρώ σε μικτό τζίρο καταγράφηκαν το 2024, ενώ παράλληλα αναφέρονται περιπτώσεις σοβαρής εξάρτησης και απώλειας περιουσιών, όπως κατέγραψε το Reuters.
Μεγέθη και οικονομική μεταβολή
Τα τελευταία χρόνια το παιχνίδι έχει εξελιχθεί σε σημαντικό τμήμα της οικονομίας, με το συνολικό ποσό στοιχημάτων να υπερβαίνει τα προηγούμενα επίπεδα. Οι αριθμοί δείχνουν ότι η ιδιωτική δαπάνη υπερβαίνει τα ιστορικά μεγέθη, ενώ η φορολογική είσπραξη για το κράτος κινείται σε διαφορετική κλίμακα.
Το κράτος εισέπραξε περίπου 11,5 δισ. ευρώ από φόρους τζόγου το 2024, ποσό που συγκρίνεται με εισπράξεις άλλων κατηγοριών όπως το αλκοόλ και ο καπνός. Η διεύρυνση του online στοιχήματος επηρεάζει τη σύνθεση των εσόδων, καθώς οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες επιβαρύνονται φορολογικά διαφορετικά από τα φυσικά παιχνίδια.
Η μετατόπιση προς το διαδίκτυο έχει επίσης δημιουργήσει ένα παράλληλο παράνομο δίκτυο, που σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις φτάνει πάνω από το 10% της νόμιμης αγοράς, όπως ανέφερε ο Μάριο Λολλομπριτζίδα, επικεφαλής του τμήματος τζόγου της Αρχής Τελωνείων και Μονοπωλίων.
Πρόσωπα και καθημερινές συνέπειες
Πολλές ιστορίες αποτυπώνουν τον κοινωνικό αντίκτυπο της εξάρτησης, με ανθρώπους που έχασαν περιουσίες και σχέσεις. Στην πόλη της Πίζας, ένας άνδρας μετά από χρόνια εθισμού προσέφυγε σε δημόσιο κέντρο αποκατάστασης, δείχνοντας πώς οδηγούνται οικογένειες σε κρίση.
Άλλες μαρτυρίες αναφέρουν ότι ο εθισμός ξεκινά νωρίς: ένας άνδρας θυμάται παιχνίδια με ζάρια στο σχολείο, που αποτέλεσαν πρώιμη επαφή με τον στοιχηματισμό. Αυτές οι προσωπικές εμπειρίες συνοδεύονται από προγράμματα ομαδικής θεραπείας σε δημόσιες δομές, όπου πολλές φορές καταγράφονται οικογενειακές ρήξεις.
Στελέχη υγείας τονίζουν ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο οικονομικές απώλειες αλλά και ψυχοκοινωνικές συνέπειες, με διαβρωτικές συνέπειες στις σχέσεις. Η ψυχολόγος Rosanna Cardia έχει επισημάνει ότι πολλές συζυγικές σχέσεις οδηγούνται σε χωρισμό εξαιτίας του τζόγου.
Εγκληματικότητα και γεωγραφική κατανομή
Υπάρχουν ενδείξεις ότι οργανωμένες συμμορίες εκμεταλλεύονται την αγορά για ξέπλυμα χρήματος και άλλες δραστηριότητες, με την ιταλική Διεύθυνση Αντι-Μαφίας να καταγράφει διείσδυση σε διαδικτυακό τζόγο ως πεδίο ενδιαφέροντος για εγκληματικές οργανώσεις.
Η έκθεση «Μαύρο Βιβλίο του Τζόγου» από την CGIL καταδεικνύει ότι το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο σε φτωχότερες περιοχές του νότου, όπου η παρουσία της μαφίας εντείνει τις επιπτώσεις στην τοπική κοινωνία. Αυτές οι ανισότητες αναδεικνύουν το πώς γεωγραφικοί παράγοντες επιδεινώνουν το πρόβλημα.
Η Καλαβρία και συγκεκριμένα οργανώσεις όπως η ‘Ndrangheta αναφέρονται σε επίσημες καταγραφές ως ομάδες που αξιοποιούν τον τζόγο για παράνομες δραστηριότητες, σύμφωνα με αναφορές της αντι-μαφίας.
Πολιτική, ρυθμιστικό πλαίσιο και επιχειρηματικά συμφέροντα
Η ανάπτυξη του κλάδου έχει προκαλέσει πολιτικές εντάσεις, με την πρωθυπουργό Giorgia Meloni να έρχεται σε αντίθεση με την Καθολική Εκκλησία για την ανάγκη αυστηρότερου ελέγχου. Ο καρδινάλιος Matteo Zuppi υπογράμμισε τον Ιούνιο ότι ο τζόγος καταστρέφει ζωές και ζητείται επέμβαση.
Η κυβέρνηση δηλώνει ότι ακολουθεί μια πρακτική προσέγγιση, αναγνωρίζοντας τη συνεισφορά της βιομηχανίας σε θέσεις εργασίας και οικονομία, ενώ παράλληλα παρακολουθεί τους κινδύνους. Εκπρόσωποι του κράτους έχουν αναφέρει πως η αγορά υποστηρίζεται αλλά ελέγχεται για τις αρνητικές συνέπειες.
Στον επιχειρηματικό τομέα, μεγάλες συμφωνίες και αναδιατάξεις έχουν αλλάξει το τοπίο: η Flutter αγόρασε τη Sisal το 2021 και η Lottomatica είδε σημαντική αύξηση στη μερίδα της αγοράς, με τον διευθύνοντα σύμβουλο Guglielmo Angelozzi να δηλώνει ότι η ιταλική αγορά αποτελεί βασικό πυλώνα της στρατηγικής της εταιρείας.
Κόστος για την κοινωνία και δημόσιος διάλογος
Μη κυβερνητικές ομάδες και θεραπευτικές δομές ζητούν μια πιο ειλικρινή αποτίμηση του κόστους του τζόγου για την κοινωνία, σημειώνοντας ότι η αύξηση των στοιχημάτων δεν αποτυπώνεται αναλόγως στα δημόσια έσοδα. Το αντι-εθιστικό δίκτυο «Il Cammino» αναφέρει ότι η αναλογία κόστους προς όφελος χρήζει επανεξέτασης.
Ειδικοί επισημαίνουν ότι απαγορεύσεις στην πρακτική δεν είναι ρεαλιστικές, αλλά απαιτείται συντονισμένη πολιτική που να συνδυάζει ρύθμιση, πρόληψη και θεραπεία. Η δημόσια συζήτηση στρέφεται γύρω από το πώς να μειωθούν οι κοινωνικές βλάβες χωρίς να δημιουργηθεί μεγαλύτερη παράνομη αγορά.
Στον δημόσιο διάλογο αναδεικνύεται ότι κάθε απόφαση πρέπει να στηρίζεται στα δεδομένα και στις καταγραφές που προκύπτουν από επίσημες μετρήσεις, ώστε να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες του φαινομένου με τρόπο στοχευμένο και τεκμηριωμένο.