Νέα έκθεση του ΟΗΕ που δημοσιεύθηκε την Τρίτη κατατάσσει τις τρέχουσες εθνικές δεσμεύσεις ως ανεπαρκείς, επισημαίνοντας ότι τα εθνικά σχέδια δεν κατεβάζουν αρκετά τις εκτιμήσεις για τη θέρμανση του πλανήτη. Η ανάλυση προβλέπει αύξηση της μέσης θερμοκρασίας στην κλίμακα 2,3 έως 2,5 βαθμοί Κελσίου έως το 2100 με βάση τα επίσημα μέτρα που παρουσίασαν τα κράτη.
Τι δείχνει η έκθεση του ΟΗΕ
Η έκθεση συγκρίνει τις εθνικές πολιτικές που έχουν κατατεθεί με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού και βρίσκει ουσιώδιο χάσμα μεταξύ σχεδίων και επιθυμητών ορίων θέρμανσης, επισημαίνοντας έκθεση του ΟΗΕ ως βασική πηγή των δεδομένων. Στο κείμενο αναφέρεται ότι ακόμη και με την πρόσφατη αναθεώρηση εθνικών δεσμεύσεων, οι προβλέψεις παραμένουν πάνω από τα όρια που θέτει η συμφωνία.
Στην ίδια ανάλυση υπογραμμίζεται πως συγκεκριμένες πολιτικές που έχουν ανακοινωθεί δεν επαρκούν για να ανακοπεί η τάση προς πιο ακραία κλιματικά φαινόμενα, με την έκθεση να επισημαίνει επίπεδα εκπομπών που θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερες θερμοκρασιακές αποκλίσεις.
Η μελέτη βασίζεται σε δημόσια διαθέσιμα στοιχεία που κατέθεσαν τα κράτη στις επίσημες δεσμεύσεις τους.
Προβλέψεις θερμοκρασίας ως το 2100
Με τα σημερινά σχέδια πολιτικής, η έκθεση τοποθετεί την πιθανή αύξηση της θερμοκρασίας μεταξύ 2,3 και 2,5 βαθμών Κελσίου σε σχέση με την προ-βιομηχανική περίοδο, πολύ πάνω από το όριο του 1,5°C και πάνω από το «κατά το δυνατόν κάτω από 2°C» της συμφωνίας.
Οι αριθμοί αυτοί αντανακλούν τις τρέχουσες δεσμεύσεις χωρίς επιπρόσθετες, μελλοντικές ενισχύσεις πολιτικής.
Η έκθεση σημειώνει επίσης ότι μικρές αλλαγές σε κεντρικές χώρες μπορούν να μεταβάλλουν τις προβλέψεις, ενώ η αποχώρηση μεγάλων οικονομιών θα επηρεάσει το συνολικό αποτέλεσμα — για παράδειγμα, η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού εκτιμάται ότι θα αφαιρούσε περίπου 0,1 βαθμό Κελσίου από την παγκόσμια πρόοδο.
Το εύρος αυτό προκύπτει από συγκριτικές προσομοιώσεις των σεναρίων πολιτικής.
Επιπτώσεις για φυσικά φαινόμενα
Οι προβλεπόμενες αυξήσεις θερμοκρασίας συνδέονται με μεγαλύτερο κίνδυνο για έντονες θερμοκρασιακές εξάρσεις, ανελέγκτη άνοδο της στάθμης της θάλασσας και συχνότερα ακραία καιρικά συμβάντα, σύμφωνα με την ανάλυση. Η έκθεση δεν στοιχειοθετεί νέες προβλέψεις για συγκεκριμένες τοποθεσίες αλλά περιγράφει γενικά τις μακροπρόθεσμες τάσεις που αναμένονται.
Οι συνέπειες αυτές αναδεικνύουν το χάσμα μεταξύ των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού και των πολιτικών που έχουν σήμερα τα κράτη, καθώς οι υπολογισμοί της έκθεσης καταδεικνύουν μακροχρόνιες παγκόσμιες αλλαγές αν δεν ενισχυθούν τα μέτρα μείωσης εκπομπών.
Η COP30 στη Βραζιλία
Οι παρατηρήσεις της έκθεσης αποκτούν ειδικό βάρος ενόψει της προγραμματισμένης συνόδου COP30, που αρχίζει στις 10 Νοεμβρίου στη Βραζιλία, όπου οι χώρες αναμένεται να ξανασυζητήσουν δεσμεύσεις και στόχους. Η συγκυρία θέτει στο επίκεντρο το ερώτημα κατά πόσο οι νέες συζητήσεις θα μεταφραστούν σε πιο φιλόδοξες πολιτικές, σύμφωνα με τα δεδομένα της έκθεσης.
Παρά τις προσδοκίες για αναβαθμισμένες δεσμεύσεις, η ανάλυση του ΟΗΕ δείχνει ότι ακόμη και πιο αυστηρά εθνικά μέτρα θα φέρουν περιορισμένο αποτέλεσμα αν δεν υπάρξει ευρύτερη σύμπραξη, με την έκθεση να υπενθυμίζει την κρισιμότητα των δεσμεύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι εκτιμήσεις της έκθεσης αποτελούν ένα σταθερό σημείο αναφοράς για τις διαπραγματεύσεις που έρχονται και για τη σύγκριση των μελλοντικών εθνικών δεσμεύσεων με τις απαιτήσεις που θέτει η Συμφωνία του Παρισιού.