Μετά το πρόσφατο φονικό στα Βορίζια, μια ομάδα ειδικών ψυχολόγων και εκπαιδευτικών βρίσκεται στην περιοχή, προσφέροντας κρίσιμη ψυχολογική υποστήριξη στα παιδιά των εμπλεκόμενων οικογενειών. Οι ειδικοί διαπίστωσαν ότι, παρά το βαρύ τραύμα, τα παιδιά είναι αποφασισμένα να σταματήσουν τον κύκλο της βεντέτας, εκφράζοντας μια συγκινητική επιθυμία για ειρήνη και ένα διαφορετικό μέλλον.
Μετά το αιματηρό συμβάν της 1ης Νοεμβρίου στα Βορίζια του Ψηλορείτη, το οποίο συγκλόνισε την τοπική κοινωνία, η προσοχή στρέφεται στις ψυχολογικές επιπτώσεις στα παιδιά των δύο εμπλεκόμενων οικογενειών. Μια πολυάριθμη ομάδα ειδικών, αποτελούμενη από ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχιάτρους και πανεπιστημιακούς από την Κρήτη και την Αθήνα, βρίσκεται στην περιοχή, προσφέροντας κρίσιμη υποστήριξη σε μαθητές και γονείς.
Το Βαρύ Ψυχολογικό Φορτίο και η Αντίδραση της Κοινότητας
Η τραγωδία οδήγησε σε προσωρινή διακοπή της φυσικής παρουσίας των παιδιών των δύο οικογενειών στα σχολεία, με το Νηπιαγωγείο και το Δημοτικό στα Βορίζια να επαναλειτουργούν μόλις στις 10 Νοεμβρίου, αρκετές ημέρες μετά τα σχολεία του Ζαρού. Η απόφαση αυτή δεν ήταν εύκολη, καθώς απαιτήθηκαν πολλαπλές συνεδριάσεις τοπικών φορέων, παιδοψυχολόγων και του Υπουργείου Παιδείας, δεδομένου ότι στο Δημοτικό του χωριού φοιτούν παιδιά και από τις δύο πλευρές.
Η ευαισθησία και η προσοχή που επιδείχθηκε υπογραμμίζουν την πολυπλοκότητα της κατάστασης.
Η ιστορία των ενδοοικογενειακών ή ενδοκοινοτικών συγκρούσεων στην Κρήτη, και ειδικότερα σε ορεινές περιοχές όπως τα Βορίζια, έχει βαθιές ρίζες, συχνά συνδεδεμένες με την έννοια της «βεντέτας». Αυτές οι κοινωνικές δομές, αν και φθίνουσες, μπορούν να αναζωπυρωθούν κάτω από ακραίες συνθήκες, αφήνοντας πίσω τους ένα βαρύ κληροδότημα τραύματος, ειδικά στις νεότερες γενιές.
Η παρούσα παρέμβαση των ειδικών αποτελεί μια συντονισμένη προσπάθεια να σπάσει αυτός ο κύκλος, αντιμετωπίζοντας όχι μόνο τις άμεσες συνέπειες αλλά και τις βαθύτερες κοινωνικές προεκτάσεις.
Ο περιφερειακός διευθυντής εκπαίδευσης Κρήτης, Εμμανούηλ Καρτσωνάκης, επιβεβαίωσε ότι οι υπόλοιποι μαθητές επέδειξαν μια «καλώς νοούμενη ζωηράδα», ξεκινώντας μάλιστα χριστουγεννιάτικες κατασκευές, σε μια προσπάθεια να επιστρέψουν στην κανονικότητα. Ωστόσο, η απουσία των παιδιών των εμπλεκόμενων οικογενειών από το σχολείο παραμένει ένα κεντρικό ζήτημα, αναδεικνύοντας την ανάγκη για εξειδικευμένη και εξατομικευμένη υποστήριξη.
Συγκεκριμένες Ενέργειες και Προκλήσεις
- Απουσία από το σχολείο: Τα παιδιά των δύο οικογενειών δεν προσήλθαν στο σχολείο αυτή την εβδομάδα, καθώς φοιτούν σε όλες τις σχολικές βαθμίδες (Δημοτικό Βοριζίων, Γυμνάσιο Ζαρού, Λύκειο Μοιρών).
- Σύσκεψη Ειδικών: Στις 12 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε τρίωρη σύσκεψη, όπου αποφασίστηκε η ψυχολογική υποστήριξη εκτός σχολικών δομών για τους άμεσα εμπλεκόμενους μαθητές.
- Τηλεκπαίδευση: Για τους μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου εξετάζεται η προσωρινή δυνατότητα τηλεκπαίδευσης, ώστε να μη χάσουν τη σχολική χρονιά.
- Έλλειψη Μόνιμου Ψυχολόγου: Ο διευθυντής Γυμνασίου Ζαρού, Αντώνιος Κουτεντάκης, τόνισε την έλλειψη μόνιμου ψυχολόγου στα σχολεία, καθιστώντας δύσκολη την άμεση υποδοχή των τραυματισμένων παιδιών.
- Διάγνωση Μετατραυματικού Σύνδρομου: Ο καθηγητής Ψυχιατρικής Αλέξανδρος Βγόντζας διαπίστωσε ότι κάποια παιδιά έχουν διαγνωστεί με μετατραυματικό σύνδρομο, βιώνοντας άγχος και φόβο.
Ο Αντίκτυπος στην Ψυχή των Παιδιών και η Ελπίδα για το Μέλλον
Η ψυχολογική κατάσταση των παιδιών είναι ιδιαίτερα εύθραυστη. Ο κ. Βγόντζας επισημαίνει ότι είναι «λογικό αυτά τα παιδιά να είναι αρκετά τραυματισμένα ψυχολογικά, ενώ παραμένουν αρκετά αγχωμένα αλλά και φοβισμένα». Αυτό έχει ως άμεση συνέπεια την αδυναμία τους να επιστρέψουν στην καθημερινότητά τους και στο σχολείο, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει καταλυτικά το μέλλον τους και την εκπλήρωση των ονείρων τους, είτε αυτά αφορούν σπουδές είτε την οικογενειακή επιχείρηση.
Στην εμπειρία μας με παρόμοιες κρίσεις σε μικρές, κλειστές κοινωνίες, η πρώτη αντίδραση είναι συχνά η άρνηση ή η εσωστρέφεια. Ωστόσο, η συντονισμένη παρέμβαση ειδικών, όπως αυτή που παρατηρούμε στα Βορίζια, είναι ζωτικής σημασίας για να σπάσει ο κύκλος της σιωπής και να δοθεί φωνή στα θύματα.
Αυτό που μας εντυπωσίασε ιδιαίτερα είναι η ωριμότητα και η αποφασιστικότητα των παιδιών να μην ακολουθήσουν τα βήματα του παρελθόντος, ένα ισχυρό μήνυμα ελπίδας που πρέπει να ακουστεί από όλους.
Είναι ενθαρρυντικό ότι, παρά τον πόνο και την απώλεια, τα παιδιά ηλικίας 12 έως 18 ετών εκφράζουν την αποφασιστικότητα να «κόψουν τον ομφάλιο λώρο» με την βεντέτα. Με δάκρυα στα μάτια, όπως περιγράφει ο ψυχίατρος, δήλωσαν: «Θέλουμε εδώ να σταματήσει το κακό.». Αυτή η στάση αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη ανθεκτικότητας και μια ευκαιρία για την κοινωνία να υποστηρίξει αυτή την επιθυμία για αλλαγή.
Δεν θέλουμε άλλο αίμα
Η ανάγκη για ψυχολογική στήριξη επεκτείνεται και στις μητέρες των παιδιών, με τα αιτήματα για βοήθεια να αυξάνονται τις τελευταίες ημέρες. Αυτό υπογραμμίζει την ολιστική προσέγγιση που απαιτείται, καθώς η ψυχική υγεία της οικογένειας είναι αλληλένδετη και επηρεάζει την ικανότητα των παιδιών να επουλώσουν τις πληγές τους.
Προοπτικές και Επόμενα Βήματα για την Επούλωση
Οι ειδικοί ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί από την Αθήνα αναχωρούν σήμερα, Παρασκευή 14 Νοεμβρίου, αφήνοντας το έργο στους ειδικούς με έδρα την Κρήτη, όπως ο Αλέξανδρος Βγόντζας και οι παιδοψυχολόγοι της 7ης ΥΠΕ. Η μακροπρόθεσμη υποστήριξη είναι κρίσιμη, καθώς η διαδικασία της επούλωσης απαιτεί χρόνο και συνεχή παρακολούθηση.
Εξετάζονται επίσης λύσεις όπως η τηλεκπαίδευση ή η μετεγγραφή για τους μαθητές του δημοτικού, αν το επιθυμούν, δείχνοντας την ευελιξία του συστήματος να προσαρμοστεί στις ανάγκες των παιδιών.
Η εκτίμησή μας είναι ότι η κοινωνία των Βοριζίων, με τη στήριξη των ειδικών, έχει την ευκαιρία να «κόψει» έναν κύκλο βίας που έχει στοιχειώσει την περιοχή για χρόνια. Είναι επιτακτική ανάγκη να ενισχυθούν οι σχολικές δομές με μόνιμους ψυχολόγους και να διασφαλιστεί ότι αυτά τα παιδιά, που δεν φταίνε σε τίποτα, θα λάβουν όλη τη βοήθεια που χρειάζονται για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους.
Η ελπίδα για ένα μέλλον χωρίς αίμα, όπως την εξέφρασαν τα ίδια, είναι το πιο ισχυρό μήνυμα που πρέπει να ακουστεί και να γίνει πράξη.