Τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο διαμορφώνονται σε επίπεδα που προβληματίζουν τα δημόσια οικονομικά: το συνολικό υπόλοιπο φτάνει τα 111,6 δισ. ευρώ, ενώ η φορολογική διοίκηση στρέφει την προσοχή της στα ποσά που μπορούν να εισπραχθούν. Τα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων αποτυπώνουν μια διπλή εικόνα, με μεγάλο μέρος του συνολικού χρέους να θεωρείται ανακτήσιμο και ένα σημαντικό κομμάτι να έχει χαρακτηριστεί ανεπίδεκτο είσπραξης.
Πόσο είναι εισπράξιμο και πόσο χαμένο
Από το σύνολο των οφειλών, περίπου 84,4 δισ. ευρώ αξιολογούνται ως ρεαλιστικά εισπράξιμα, ενώ σχεδόν 27,1 δισ. ευρώ έχουν τεθεί εκτός λογαριασμού είσπραξης λόγω χαρακτηριστικών όπως πτώχευση ή ανενεργότητα οφειλετών. Η διάκριση αυτή είναι κεντρική για την πολιτική της ΑΑΔΕ, καθώς καθορίζει που θα κατευθυνθούν οι προσπάθειες και οι πόροι για την αύξηση των κρατικών εσόδων.
Η παρουσία μεγάλων ποσών ως ανεπίδεκτων είσπραξης αναδεικνύει δομικές προκλήσεις του συστήματος, όπως η διαχείριση πτωχεύσεων και οι εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις που παγώνουν απαιτήσεις για χρόνια. Τα ανεπίδεκτα ποσά προέρχονται κυρίως από παλαιές επιχειρήσεις και υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα.
Διάρθρωση ανά κατηγορία οφειλετών
Το χρέος των φυσικών προσώπων φτάνει τα 42,85 δισ. ευρώ, ενώ των νομικών προσώπων τα 68,77 δισ. ευρώ. Η κατανομή αυτή δείχνει ότι οι επιχειρηματικές υποχρεώσεις συνεχίζουν να αποτελούν μεγάλο μέρος των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Συνολικά, ο αριθμός των οφειλετών προς το Δημόσιο ανέρχεται σε περίπου 3.973.220 οφειλέτες, έναντι των οποίων η ΑΑΔΕ αξιολογεί τη δυνατότητα εφαρμογής αναγκαστικών μέτρων σε ένα μεγάλο μέρος.
Παλαιό και νέο χρέος με αριθμούς
Το «παλαιό» ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή οι απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν πριν από το 2024, μειώθηκε μετά από εισπράξεις και διαγραφές: εισπράχθηκαν 2,36 δισ. ευρώ και διαγράφηκαν περίπου 390 εκατ. ευρώ, αφήνοντας υπόλοιπο κοντά στα 107,19 δισ. ευρώ.
Αυτές οι κινήσεις καταδεικνύουν τη συνεχιζόμενη προσπάθεια καθαρισμού των παλαιών απαιτήσεων.
Παράλληλα, το «νέο» ληξιπρόθεσμο χρέος που δημιουργήθηκε μέσα στο οκτάμηνο του 2025 ανερχόταν σε 6,13 δισ. ευρώ. Από αυτό το ποσό έχουν ήδη εισπραχθεί περίπου 1,89 δισ. ευρώ, ενώ έχουν διαγραφεί 576 εκατ. ευρώ, στοιχείο που οδηγεί σε ποσοστό είσπραξης περίπου στο 34,1% μετά την αφαίρεση των ανεπίδεκτων ποσών.
Αναγκαστικά μέτρα και εφαρμογή τους
Από τους συνολικούς οφειλέτες, 2.262.821 πρόσωπα θεωρούνται επιλέξιμοι για την επιβολή αναγκαστικών μέτρων, όπως κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών ή δεσμεύσεις εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων. Η ΑΑΔΕ έχει ήδη θέσει υπό μέτρα περίπου 1.617.052 οφειλέτες, ποσοστό που προσεγγίζει το 71,5% των επιλέξιμων.
Η εφαρμογή των μέτρων αυτών αντικατοπτρίζει μια πιο αυστηρή στάση της φορολογικής διοίκησης, με σκοπό τη βελτίωση της ροής εσόδων προς τον προϋπολογισμό και τον περιορισμό του δημοσιονομικού κενού.
Ψηφιακά εργαλεία και επιβλεπτική πρακτική
Η ΑΑΔΕ ενισχύει τη δράση της με νέα ηλεκτρονικά μέσα, επιδιώκοντας τη διασύνδεση στοιχείων όπως τραπεζικά δεδομένα, ακίνητα και φορολογικές δηλώσεις. Η χρήση τέτοιων εργαλείων στοχεύει στην ταχύτερη ανίχνευση οφειλών και στην αποτελεσματικότερη στοχοθέτηση αναγκαστικών ενεργειών.
Τα ψηφιακά συστήματα υπόσχονται μεγαλύτερη ακρίβεια στην αξιολόγηση των οφειλετών, ωστόσο η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται από την ποιότητα των δεδομένων και την ορθή εφαρμογή των διαδικασιών ελέγχου.
Η εικόνα που προκύπτει είναι σύνθετη: σημαντικό τμήμα του χρέους θεωρείται ανακτήσιμο, αλλά ταυτόχρονα μεγάλα ποσά παραμένουν εκτός πραγματικής δυνατότητας είσπραξης. Η εξέλιξη των εισπράξεων και η εφαρμογή των ψηφιακών εργαλείων θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό την επόμενη περίοδο την πορεία των δημοσίων εσόδων.