Το αναθεωρημένο πλαίσιο για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο αυξάνει σημαντικά το ποσοστό του κούρεματος, αφήνοντας ωστόσο εκτεθειμένα τα πιο αδύναμα νοικοκυριά. Σε πρώτη ανάγνωση το νέο εύρος είναι 20%–25% στο καλό σενάριο και 25%–30% στο δυσμενές, ενώ το σχέδιο συνοδεύεται από μέτρα που περιορίζουν τις απώλειες των τραπεζών και εκτιμήσεις κόστους για το σύστημα.
Πώς αλλάζει το μέγεθος του κουρέματος
Σύμφωνα με πληροφορίες του υπουργείου Οικονομικών, το προσχέδιο αυξάνει το ποσοστό του «κουρέματος» σε σχέση με την αρχική πρόταση του καλοκαιριού, καθώς η πρώτη λύση κρίθηκε ανεπαρκής για την έκρηξη των δόσεων. Η μεταβολή αποτυπώνεται σε διπλασιασμό περίπου του αναμενόμενου κόστους για τους δανειολήπτες και σε ένα βαθύτερο πακέτο παρεμβάσεων, ενώ εισάγεται και συγκεκριμένη ρήτρα για την αξία εξασφάλισης.
Το νέο πλαίσιο προβλέπει διαφοροποιημένο κούρεμα ανάλογα με την αξία του ενεχύρου, γεγονός που αλλάζει την κατανομή ωφελημάτων μεταξύ δανειοληπτών και τραπεζών. Αυτό σημαίνει πως δάνεια με μικρότερη αξία ενεχύρου θα λάβουν μεγαλύτερη μείωση, ενώ υψηλής αξίας εξασφαλίσεις θα περιορίσουν το kούρεμα, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του σχεδίου και τις προτεινόμενες ρήτρες.
Ο ρόλος των τραπεζών και οι προβλέψεις
Οι τράπεζες φαίνεται να έχουν ήδη ενσωματώσει μεγάλο μέρος του κόστους στις προβλέψεις τους, με την Eurobank να έχει σχηματίσει προβλέψεις 477 εκατ. ευρώ και την Τράπεζα Πειραιώς να απαιτεί ακόμη 60–70 εκατ. ευρώ επιπλέον για πλήρη κάλυψη. Παράλληλα, για Alpha και Εθνική η επίπτωση εμφανίζεται σχεδόν μηδενική, στοιχείο που δείχνει πως το βάρος της διευθέτησης είναι άνισα κατανεμημένο και σε μεγάλο βαθμό καλυμμένο από τράπεζες.
Συνολικά, για δάνεια ύψους περίπου 2,5 δισ. ευρώ οι εκτιμήσεις φέρουν τις απώλειες μεταξύ 600 και 750 εκατ. ευρώ, ποσό το οποίο κρίθηκε διαχειρίσιμο σε σύγκριση με τα κέρδη του τραπεζικού τομέα τα τελευταία χρόνια. Η εικόνα αυτή ενισχύει την εκτίμηση πως το νέο πλαίσιο λειτουργεί περισσότερο προς όφελος των ισολογισμών των τραπεζών παρά προς πλήρη αποκατάσταση των δανειοληπτών.
Ρήτρα ανακτήσιμης αξίας και κοινωνικό αποτύπωμα
Κεντρικό στοιχείο της ρύθμισης είναι η ρήτρα ανακτήσιμης αξίας, που ορίζει πως μετά το κούρεμα το υπόλοιπο δεν μπορεί να κατέβει κάτω από την αξία του ακινήτου που έχει δοθεί ως εξασφάλιση. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι μεγάλης αξίας ενεχύρα προστατεύουν τις τράπεζες, ενώ μικρότερα ακίνητα οδηγούν σε μεγαλύτερη αναλογική ελάφρυνση για τους ιδιοκτήτες.
Η συγκεκριμένη ρήτρα αφήνει στο περιθώριο όσους έχουν μικρότερα σπίτια και συχνά χαμηλότερα εισοδήματα, αφού το συνολικό πλαίσιο εξακολουθεί να περιορίζει τις απώλειες των πιστωτριών. Παρά το ότι προβλέπεται και επέκταση αποπληρωμής έως πέντε έτη, που μειώνει βραχυπρόθεσμα τη δόση, το αποτέλεσμα είναι υψηλότερη συνολική επιβάρυνση και παρατεταμένη διάρκεια της οφειλής, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία και τις εκτιμήσεις.
Τρόποι εφαρμογής και πρακτικές συνέπειες
Η εφαρμογή της ρύθμισης θα γίνει είτε μέσω του Εξωδικαστικού Μηχανισμού, όπου η συναίνεση των τραπεζών καθίσταται αυτόματα υποχρεωτική, είτε εκτός εξωδικαστικού με συστήματα «βελτιωμένης ισοτιμίας» και σταθερά επιτόκια μεταξύ 2,3% και 2,9%. Οι πρακτικές επιλογές επηρεάζουν τον χρόνο και την ένταση της αναπροσαρμογής των δόσεων και η επιμήκυνση έχει διαφορετικό φωτοστέφανο σε κάθε περίπτωση, όπως σημειώνεται στο σχέδιο και σε σχετικές οδηγίες.
Η καθυστέρηση στην αναπροσαρμογή του πλαισίου έχει ήδη επιβαρύνει χιλιάδες νοικοκυριά, καθώς πολλοί δανειολήπτες βρέθηκαν αντιμέτωποι με εκτοξευμένες δόσεις από την άνοδο της ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου. Το αποτέλεσμα είναι ότι, παρά τη βελτίωση των ποσοστών κουρέματος, η παρέμβαση φέρει έντονα χαρακτηριστικά όπου οι τράπεζες προστατεύονται και οι δανειολήπτες επιβαρύνονται σε διάρκεια και συνολικό κόστος, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα και τις προβλέψεις.