Στα Βορίζια διατηρείται μια παλιά πληγή που επηρεάζει την κοινωνική ζωή, με την παρουσία φόβου να διαχέεται στις καθημερινές συναναστροφές, ενώ κάποιες δημόσιες εορτές σταμάτησαν να γίνονται. Η κατοίκων μνήμη παραμένει ενεργή και σε αυτό το πλαίσιο εμφανίζεται διαρκής αμηχανία στις σχέσεις ανάμεσα στις οικογένειες, όπως φανερώνει η έρευνα πεδίου, και η τοπική ταυτότητα εξακολουθεί να κυριαρχείται από τις αναμνήσεις του γεγονότος Βορίζια μέσα στην περιοχή.
Τραύμα που επηρεάζει τις σχέσεις
Η κοινωνική απόσταση μεταξύ γειτόνων αποτυπώνεται σε μικρές πρακτικές αποφυγής, όπου κάθε οικογένεια φαίνεται να ακολουθεί τη δική της διαδρομή στα σοκάκια, ώστε να μειωθούν οι συγκρούσεις. Αυτό το πλαίσιο συνοδεύεται από κοινωνικοί δεσμοί που έχουν εξασθενήσει και από μια διάχυτη επιφύλαξη, ενώ η ευθραυστότητα της εμπιστοσύνης επηρεάζει ακόμη συλλογικές πρωτοβουλίες στο χωριό.
Η θρησκευτική παράδοση και οι τοπικές δοξασίες παίζουν ρόλο στη διαχείριση των εντάσεων, καθώς ο Αγιος Φανούριος παραμένει σημείο αναφοράς σε υποθέσεις ζωοκλοπής και ορκωμοσιών, και έτσι η πίστη εμπλέκεται στην ιδιότυπη κοινωνική τυποποίηση των αδικημάτων.
Η πρακτική αυτή εμφανίζεται ακόμη και όταν οι κάτοικοι επιχειρούν να περιγράψουν την αδυναμία συνεργασίας σε κοινοτικά εγχειρήματα.
Η νύχτα του 1955
Τον Αύγουστο του 1955 ένα πανηγύρι που έφερνε παλαιότερα επισκέπτες μετατράπηκε σε αιματηρό επεισόδιο με αλλεπάλληλες επιθέσεις μέσα σε λίγη ώρα, ξεκινώντας από το θανάσιμο μαχαίρωμα του δασοφύλακα και κορυφώνοντας με ρίψη χειροβομβίδας σε σπίτι όπου βρισκόταν η οικογένεια του πρώτου θύματος.
Η περιγραφή των γεγονότων κάνει λόγο για Αύγουστος 1955 ως σημείο τομής στην τοπική μνήμη και αναδεικνύει τη βία που έπληξε το πανηγύρι πανηγύρι του Αγίου Φανουρίου εκείνης της νύχτας.
Η δημοσιογραφική απόδοση εκτός Κρήτης έσπευσε να ερμηνεύσει τα γεγονότα με όρους βεντέτας, ενώ τοπικά δημοσιεύματα χρησιμοποίησαν λέξεις που υπογράμμιζαν τη σοβαρότητα των εγκληματικών πράξεων. Ο τίτλος της εποχής που αναφέρεται στην κάλυψη περιέλαβε την έκφραση Αγριον αιματοκύλισμα, όπως καταγράφεται στο παλιό δημοσίευμα της «Κ» (30/8/1955), σηματοδοτώντας την ένταση της κάλυψης εκείνων των ημερών.
Εθνογραφία και καταγραφή της μνήμης
Μακρόχρονη έρευνα στο χωριό από τον Αρης Τσαντηρόπουλος έδωσε πρόσβαση σε προσωπικές μαρτυρίες, με συζητήσεις που αποκάλυπταν κλάματα και συντριβές ακόμα και δεκαετίες μετά, ενώ αρκετοί κάτοικοι περιέγραψαν την εποχή μετά το 1955 ως σιωπηλή και διχασμένη.
Ο ερευνητής επιχείρησε να παρακολουθήσει πώς η τοπική μνήμη συνυφαίνεται με πρακτικές αποφυγής συνάψεων.
Η μονογραφία που προετοιμάζεται περιλαμβάνει αποσπάσματα από πρακτικά της δίκης στην Αθήνα και αφηγήσεις κατοίκων, όπου καταγράφονται δηλώσεις όπως ότι «η φωτιά που άναψε στο χωριό μας δεν θα σβήσει», ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν παρόμοιες φωνές που συνδέουν την επίδραση του γεγονότος με την αδυναμία οργάνωσης κοινών εγχειρημάτων.
Αυτές οι καταγραφές αναδεικνύουν εθνογραφική έρευνα ως μέσο κατανόησης των μακροχρόνιων συνεπειών.
Σημερινές ανησυχίες και δημόσιος χώρος
Η πρόσφατη ένοπλη σύρραξη που άφησε δύο νεκρούς και αρκετούς τραυματίες έφερε ξανά στην επιφάνεια τον φόβο μην επανέλθει η τυφλή βία, ενώ κάτοικοι εκφράζουν ανησυχία για το ενδεχόμενο πολλαπλών σημείων σύγκρουσης μέσα στο χωριό. Το κλείσιμο σχολείων και τα μέτρα αστυνόμευσης έγιναν πρακτικές που αποσκοπούν στην άμβλυνση της άμεσης επαφής μεταξύ αντίπαλων πλευρών.
Τα προσωρινά μέτρα, όμως, προκαλούν συζητήσεις για το πώς θα γεφυρωθούν τα χάσματα στο μέλλον, καθώς η χωροθέτηση φρουρών και η αποφυγή κοινών τελετών ενισχύουν την αίσθηση διάσπασης. Η συζήτηση αφορά το αν οι πρακτικές αποτροπής θα οδηγήσουν σε διαρκής διχοτόμηση του δημόσιου χώρου ή σε σταδιακή επανασύνδεση των σχέσεων, ενώ η τοπική κοινότητα παραμένει φορτισμένη από τα πρόσφατα και τα παλιά γεγονότα ένοπλη σύρραξη.